Σελίδες

Δεν έχω κανέναν θυμό για τους ποιητές 

μόνο για το φύλο τους 

ακόμα ψάχνουμε στα αζήτητα γυναίκες 

που έγραφαν ταυτόχρονα με επικές φιγούρες 

γυναίκες που έκρυβαν σε μπαούλα ή στο χώμα 

τους καρπούς του λόγου τους 

όπως πιθανόν να έθαβαν 

ανεπιθύμητα μωρά

που άφηναν ατάιστα ή έπνιγαν με μαξιλάρι

τώρα που έχουν αλλάξει τα πράγματα 

τώρα βγαίνουμε στο φως 

λέμε τα πράγματα δηλώνοντας το όνομά μας 

το φύλο μας, χωρίς φόβο, με διαρκή φόβο 

μην και δεν φανεί επιτέλους η αλήθεια• 

η ποίηση είναι και δίκη μας υπόθεση 

ο σπαραγμός, ο πόνος, η απελπισία, η μούσα έρχεται και στα δικά μας γραπτά 

τα πασαλειμμένα θυμό 

αναπνέει και ζει η ποίηση μέσα από εμάς 

τις γυναίκες

αυτό δεν είναι προνόμιο αλλά κόπος

Καμία δεν θα μιλήσει ανοιχτά 

αφού μας θέλουν σε ένα ροζ σύννεφο ή

έναν βωμό να μας λατρεύουν 

σαν τοτέμ

όχι αγκαλιά με τη λεκάνη να 

βγάζουμε τα σωθικά μας 

οι μυρωδιές είναι ανεκτές

τα τρυπήματα με ινσουλίνη σε μια 

κοιλιά μπαλόνι, επίσης 

οι σπασμένες φλέβες από τις βελόνες 

ή το να ασθενείς χωρίς φάρμακα 

μια αναίτια εγχείρηση για να 

βγάλουν το μωρό νωρίτερα 

το μωρό που δεν θα δούμε 

-ίσως μόνο για δέκα λεπτά-

και ύστερα με μάσκες και ρόμπες 

να προσπαθούμε να θηλάσουμε 

ενώ έχει ήδη ταϊστεί 

προηγουμένως έχει πλαντάξει 

στο κλάμα -μόνο- 

είμαστε υπερβολικές λεχώνες

που ζητάμε να μας αντιμετωπίζουν 

ανθρώπινα - όχι 

σαν κομμάτια κρέατος -

πληρώνουμε αδρά να μας ξεγεννήσουν

στα άδυτα πεντάστερων νοσοκομείων 

αλλά αυτά πως να ειπωθούν 

μια μέρα που τα λάθη όλα 

σβήνουν με ένα μπουκέτο λουλούδια;

(f)lux


Στο Ιπποκράτειο θυμάμαι που κρατούσα το κεφάλι του πάνω στα γόνατα μου. Τώρα σκεφτήκατε μια σκηνή ρομαντική σε ένα παγκάκι, μουσική να παίζει και ζευγαράκι. Μα δεν ήταν έτσι, δεν ήταν καθόλου έτσι. Παίζαμε ρόλους σε μια σύγχρονη τραγωδία από αυτές που κάνουν την κοινή γνώμη να αναρωτιέται. 


Κρατούσα το κεφάλι που ήταν ακόμα ενωμένο με το σώμα του, που είχε πέσει από την ταράτσα του νοσοκομείου. Θα υπήρχε ακόμα για να το κρατούσα. Με ρώταγε,πως θα μου μιλούσες, τι θα μου έλεγες• δεν θυμάμαι ούτε μισή λέξη από όσα του είπα. Αλλά θυμάμαι που κρατούσα το κεφάλι και αγωνιούσα μια προφητική αγωνία. Δεν μας ενόχλησε ποτέ κανείς και οι μόνες θεάτριες ήταν οι γάτες του νοσοκομείου που μου είχαν φανεί αμέτρητες και δυσοίωνες. 

Κάτι φάγαμε μετά , κάτι από το κυλικείο. Πόσο οικεία μου φαίνονται όλα τα κυλικεία των νοσοκομείων, τα παγκάκια σε κάθε προαύλιο, οι ίδιες συζητήσεις, τα ίδια πρόσωπα, μια μερική υποκρισία, η ανωφελής απόγνωση και η ανοίκεια θλίψη.


Μιλάω για δημόσια νοσοκομεία και για λιγότερο τραγικές καταστάσεις από αυτήν που βίωσα , με το κεφάλι το δικό μου αυτή τη φορά στα γόνατά μου λίγο καιρό αργότερα -ναι τώρα θα ξαναγίνω αυτοαναφορική -τότε που βγήκα από το σώμα μου και με παρατηρούσα σαν γάτα, ενώ η κυρία από τον Άγιο Δομήνικο μέσα στο ασανσέρ - μου το είπαν αργότερα αυτό- θαύμασε τη δύναμη μου να βγάζω τα σωληνάκια που έφραζαν τη μύτη και το λαιμό. Δεν την θυμήθηκα ποτέ για να την αντικρούσω, όμως ξέρω πως θα της έλεγα ότι δεν ήμουν εγώ αλλά η γάτα που μου εμφύσησε δύναμη.


Η ελαφρότητα της κατάστασης ήταν πραγματικά ονειρώδης και τραγική. Θυμόμουν τηλέφωνα και κωδικούς απέξω, όχι το εγώ μου, κάτι άλλο από αυτό θυμόταν. Εμμένω σε αυτήν την τραγικότητα, ώστε κάποτε να το χωνέψω πως αυτό μου συνέβη όντως, πως το αριστερό μέρος του κεφαλιού μου ήταν ξυρισμένο κόντρα σαν τον Μαγκούα στον τελευταίο των Μοϊκανών, πως ήπια ένα μπουκάλι τεκίλα μόνη μου έπειτα για να θρηνήσω μέσα σε δυο μέρες, έθαψα ένα ασθενικό περιστέρι με το τριών χρόνων πλάσμα που μόλις πριν έπνιξε ο δεκάχρονος τότε σκύλος μας, πως παρηγόρησα και καθησύχασα έναν γιατρό και δυο αξιολάτρευτες ειδικευόμενες που με κοιτούσαν σαν να έβλεπαν άνθρωπο με ξυρισμένο το μισό του κεφάλι για πρώτη φορά. 


Το ξέρω πως είχαν εστιάσει εκεί, αφού επίτηδες δεν το έκρυψα για να αποσπάσω τη θλίψη και τον οίκτο τους, άλλωστε δεν ήξεραν πως είναι να φιλοξενείς ένα λάστιχο με νερό που σου ξεπλένει το στομάχι. Και ο οίκτος είναι  μια τόσο κακόσημη συμπόνοια που δεν την εύχομαι πουθενά.





η ποιήτρια

 

Γράφω ένα ποίημα την ώρα που

ψήνονται τα φασολάκια ή λίγο πριν 

δράσει το σπρέι που έριξα 

στο καπάκι της λεκάνης 

Γράφω μέσα από τα δόντια μου

όσο σημειώνω τη λίστα με τα ψώνια,

όταν απλώνω ή διπλώνω 

τα ρούχα, κάνω μπάνιο 

το παιδί ή πάω βόλτα τον σκύλο 

γράφω στην αναμονή για τον γιατρό,

στο μετρό, σε ένα πεζούλι με σκουπίδια 

ολόγυρα στο κέντρο της Αθήνας

με ένα φαγωμένο μολύβι ή στύλο μπικ

γράφω σαν αληθινή συγγραφέας 

μπροστά από ένα παράθυρο 

που ο ήλιος το λούζει με εξαίσιο φως

ενώ είμαι με το μαλλί κότσο,

κολάν, ένα βελούδινο σακάκι

 -όλο σκόνη- και τρέχω κάθε τόσο 

έξω από το σπίτι 

για σεμινάρια και φωτογραφίσεις

δεν έχω ένα δικό μου δωμάτιο 

(μόνο μέσα στο μυαλό μου)

δεν έχω γραφομηχανή 

(αλλά ένα μικρό μαύρο μπλοκάκι)

μου λείπει ένα καλό λεξικό,

μια Olivetti και το κύρος της

αλλά καλύτερα που μπορώ 

με τα λίγα μου να γράφω 

σημαίνει πως το θάρρος ζει 

και η πνιγμονή λόγω 

κατάποσης φόβου και κομπασμών 

εκλείπει 

έχω δέκα καλά χρόνια ακόμα 

θα γράφω μέχρι να λιώσουν 

οι ιδέες μου 

θα γράφω στο μετρό, στην αναμονή 

για τον γιατρό, σε ένα πεζούλι με περιστέρια 

που βομβίζουν ολόψυχα 

στο κέντρο της Αθήνας

προνομιακή νοσταλγία


Θυμάμαι τον Έβρο

πόσο νοσταλγούσα το εύρος 

και την ανοιχτωσιά του


δεν μπήκα ποτέ σε βάρκα 

στα νερά του

μόνο δοκίμασα κάτι νόστιμα, λιπαρά ψάρια 


τώρα τρέφονται με υπολείμματα σάρκας 

ο πυθμένας είναι σκεπασμένος 

με κόκκαλα 


θα μπορούσα να κατηγορήσω το ποτάμι 

για κανιβαλισμό αλλά 

τα μάτια μου βλέπουν 

την εντοπιότητα της απανθρωπιάς


οι αγρότες ποτίζουν τις σοδειές 

κι αυτές μιλάνε φαρσί, παστό ή ντάρι

σιγοτραγουδούν για ένα κάποτε 


γλυκό νερό



(πρώτη δημοσίευση : yuccazine )


Αυτή τη βία που νιώθω 

μέσα μου ποτέ δεν την έκανα 

κάτι χρήσιμο ας πούμε 

μια μολότοφ στο σπίτι 

ενός βιαστή 

ενός δολοφόνου 

ενός κακοποιητή 

αυτή η βία που έχω μέσα μου 

περνάει στα πέλματα 

σπρώχνει την άσφαλτο 

καίνε τα πόδια 

αυτή η βία που έχω μέσα μου 

γίνεται δίκαια 

κακά γραπτά 

αυτή η βία που νιώθω μέσα μου

τρώει το φόβο

όταν περνάω δίπλα από κλούβες τα βράδια

όταν συναντώ πολιτικούς στην οθόνη

αυτή η βία που τρέφω μέσα μου 

γεννήθηκε μαζί με εμένα

με ώθησε πρόωρα 

μια μικρή μάζα με αίμα μέσα κι έξω της 

πως να μην την κουβαλάω 

στο πνεύμα και τη γλώσσα μου 

μα αυτή τη βία 

δεν την χαρίζω

σε αθώους 

όπως τα κτήνη

διαλέγω σοφά 

τα θηράματα 

ενεργώ για να κάψω 

ό,τι μολύνει 

μια ζωή 

Φτιάχνουμε μια Αθήνα καθαρή!


Τον θάνατο τον αγοράζεις 

με το κιλό στο στενάκι 

όχι κάθε μέρα -εντάξει 

άλλοτε σε χαρτόκουτο

σε σακούλα για τα μπάζα

έτσι λικνίζεται η φρίκη 

άλουστα ισχνά σώματα 

σε ένα ξόδι χωρίς χάδι και μοιρολόγια

αν ο θεός κατατρεγμένος 

ζητούσε βοήθεια

στο στενάκι αυτό 

δεν θα τον γνώριζες 

η εκφορά του θα ήταν κοινή 

σαν των θνητών

που το κατοικούν 

και μόνο τον ήχο -νανούρισμα

αφουγκράζονται

Το ιξώδες που αντιστοιχεί στον χρόνο

ξαφνικά άρχισαν να δυσκολεύουν όλα 

η βόλτα στις κούνιες

η διαδρομή για το σχολείο

το σουπερμάρκετ

τον γιατρό 

κολλούσε η μπουκιά στον οισοφάγο

το τσιγάρο κιτρίνιζε τον δείκτη 

το μάτι ξεραινόταν από το χάος 

μετρημένες  ώρες μέχρι τον ύπνο 

μετρημένα βήματα μέχρι το βράδυ

η κλεψύδρα που διαρκεί πιο πολύ 

κάθε συζήτηση ακούσια 

η σκέψη ένας πηχτός χυλός 

το μυαλό αργό, αργό 

οι ώρες αργά στροβιλίζονται ως το βράδυ 

δεν περνάει η ζωή παρά σαν χορός αναμνήσεων 

το τώρα είναι μια μαύρη τρύπα 

κανένας ορίζοντας 

κάθε ρολόι στο σπίτι δείχνει διαφορετική ώρα 

δεν με νοιάζει αφού δεν κάνω τίποτα 

απλώς περιμένω λίγες ώρες ακόμα

ως τον ύπνο 




(πρώτη δημοσίευση: yuccazine )

Τσάι στις επτά που δεν έγινε συνήθεια

Κάποτε, στα εικοσιπέντε 

πήγαμε στο Λονδίνο με τη μαμά και το μπαμπά 

μου γνώρισαν τον Γιάννη που ήταν γιατρός 

σχεδίασαν μια ζωή για μένα κι εκείνον 


Ήταν συμπαθής, έξυπνος, χαμογελαστός 


εγώ αντέδρασα 


στην ιδέα της επιβολής, δεν ανταποκρίθηκα 


παρόλο που μιλήσαμε• 


και είχαμε πολλά να πούμε 


και το Λονδίνο μου ταίριαξε 


για μια στιγμή σκέφτηκα πτήσεις 


πέρα- δώθε, παιδιά δικά μας που ίσως να 


ξεγεννούσε ο ίδιος 


εμένα χωμένη σε κάποιο αποστειρωμένο 


εργαστήριο 


αλλά τότε δεν θα είχα τον έναν 


δεν θα έγραφα ποιήματα 


ούτε θα έβγαζα φωτογραφίες 


δεν θα μάθαινα την τέχνη των λαθών


τότε η ζωή μου θα ήταν κανονική 


κι αυτό θα σήμαινε πως ο Γιάννης δεν θα 


είχε κρεμαστεί κάποια χρόνια αργότερα


η ενοχή για την διαφορετική αυτή εκδοχή 


με τρομάζει μέσα σε εφιάλτες 


κι ενώ ξέρω πως δεν έφταιγα εγώ 


για την ευαίσθητη συνείδησή του


λυπάμαι όταν θυμάμαι 


τον χαμό του




(πρώτη δημοσίευση: yuccazine )


Τίποτα δε θα πάρεις 

πριν κατέβεις στη γη 

στα δυο μέτρα που σου αναλογούν 

τίποτα δε θα πάρεις 

από τα τιμαλφή και τα λεφτουδάκια σου 

τίποτα δε θα πάρεις 

από τη δόξα και το κύρος σου

τίποτα δε θα πάρεις 

από τους κόλακες που σε συντρόφευαν

επειδή 

τίποτα δεν πήρες

από το χάδι και την απαλή γούνα της γάτας 

τίποτα δεν πήρες 

από τη ζεστασιά του παλτού 

τίποτα δε θα πάρεις 

μόνο κακία, μικροψυχία

συντροφιά στο τελευταίο 

- χωρίς πόρτα- 

σπιτικό σου

των γενεθλίων


Επειδή γεννήθηκα 

την ίδια μέρα με τη Σύλβια 

κι εσύ στις 14 Αυγούστου όπως ο Χιουζ

δεν σημαίνει πως είσαι 

ένας μικρός φασίστας 

σε λατρεύω αλλά 

δεν συμφωνώ πως κάθε γυναίκα 

λατρεύει έναν φασίστα 

(εγώ κόβω δρόμο όταν τους μυρίζομαι

όπως μου συμβαίνει 

όταν σιχαίνομαι ανθρώπους)

Λοιπόν, τι θα πούμε για την αγάπη;

Χωράει σε ένα κοχυλάκι 

να στριφογυρίζει στους κοχλίες του όπως 

ο ήχος της στο τύμπανο του αυτιού;

Οι χάρτες μας συμπίπτουν 

μια βασική πορεία καθόλου ευθεία

εδώ για δεκατέσσερα χρόνια

είναι αγάπη αυτό;

ήθελα να πεθάνω αν δεν ήσουν 

(αυτό σίγουρα δεν είναι αγάπη)

μάλλον ταυτίστηκα με την προκάτοχή μου

-δεν έβαλα το κεφάλι μου στο φούρνο -

το βύθισα στο βένθος χωρίς ελπίδα

χωρίς σημείωμα στις τσέπες 

με ένα αντίο στο μάγουλο του παιδιού 

λίγο νερό στα βλέφαρα 

τσακίστηκα μα με φρόντισες

μόνος εσύ

τάισες τα μάτια μου

έμεινες μαζί 

κι αυτό μοιάζει με αγάπη

τι ξέρω από ορισμούς;

ατυχείς κι αχρείαστοι 

σαν το νόημα 

όταν ζεις χωρίς 



(* συνειδητοποίησα αργά πως θυμόμουν λανθασμένα ως ημερομηνία γέννησης του Τεντ Χιουζ την 14η Αυγούστου. Ή ίσως ήθελα να την θυμάμαι έτσι. Η σωστή ημερομηνία είναι 17 Αυγούστου, όμως δεν την διορθώνω.)




mise en abyme



Στο πεζοδρόμιο της Βατάτζη 

την περίμενα 20 λεπτά 

τα πόδια μου ακουμπούσαν την άσφαλτο 

έτσι που τα αυτοκίνητα έστριβαν για να μην 

πατηθώ 

μπροστά τους κάτι μικρά πράσινα χορταράκια

αυτοφυή συνέχιζαν 

να φυτρώνουν να μεγαλώνουν μέσα 

στο αθηναϊκό μπετό 

(τα έχω σε βίντεο)

δεν ήξερα τι θα της έλεγα

σχεδόν ευχόμουν να καταλάβει 

χωρίς να χρειαστεί να απαγγείλω 

της έδειξα το εξιτήριο

μου άλλαξε τα χάπια

κοίταξε το ρολόι τρις

-τα χαρτομάντιλα στο πλάι ένιωθαν περισσότερο-

περιέγραψα μια μικρή άβυσσο 

έδωσα σαράντα ευρώ για να με ακούσει 

χωρίς να δει εκεί που δεν μπορεί να ακουμπήσει 

πενήντα εννιά λεπτά χρόνου 

για να καταλήξω 

πως θα μείνω αθεράπευτη 

με ένα χάος να περιφέρω 

μαζί με το σώμα 



Ο μπαμπάς φοβάται όταν αδυνατίζω


Είμαι δεκαπέντε χρόνων 1.71 και 43 κιλά 

η υγεία μου καλά και τα μάγουλα κόκκινα

αλλά ο μπαμπάς φοβάται και με αγαπάει 

και θέλει να τρώω 

ακόμα κρατάω το μάγουλο μου,

κόκκινο, πίσω απ’τον τοίχο της αποθήκης 

αφού δεν ήθελα άλλη ψαρόσουπα 

κι αργότερα που έπρεπε να σταματήσω 

να αθλούμαι για να μην αδυνατίζω 

κανείς δεν είπε κάτι όταν 

στρογγύλεψα στα είκοσί μου

κατεβάζοντας ένα ταψί πατάτες με μπιφτέκια 

ή μακαρόνια με κιμά 

κι αδειάζοντας το στομάχι μου στη ροζ λεκάνη 

επί δυόμιση συναπτά έτη

η ζυγαριά ήταν χαρούμενη κι αυτή 

Το πράγμα ισορρόπησε σε μια αγχώδη διαταραχή 

κάποια χρόνια μετά 

που θήλαζα το παιδί μου 

και πάλι ήμουν «σαν ξερακιανή»

και «τι θα πιάνει ο άντρας σου»

η ανησυχία φούντωσε 

μα μπαμπά , τι είμαι 

για να με πιάνει και να με ζυγίζει, 

όπως εσύ, λάπα ή μπούτι;

σταμάτησε για λίγο όταν 

πάχυνα καταθλιπτικά από τα σκατόχαπα

και τον εγκλεισμό

και φέτος ροδάνι η γλώσσα του

να αυξήσω τις θερμίδες

τελοσπάντων, πάρτε 

τα μάτια και τα λόγια σας 

από πάνω μου

εγώ μπορώ να μου αρέσω

είμαι δίκη μου και μπορώ 

αλλά ενοχλούμαι αφόρητα 

από τη δικτατορία 

των βλεμμάτων 

blonde Zöpfe



Το κορίτσι είχε δυο χοντρές πλεξούδες

σαν μέλι και σαν χρυσή κλωστή 


τις έκοψε και τις αποχωρίστηκε 

βίαια όπως τα βατόμουρα 

τον μίσχο τους 

ένα κρύο πρωινό 


πριν το μάθω,της δώρισα 

δυο κοκαλάκια για τα μαλλιά

το μόνο που σκεφτόμουν 

ήταν αυτά, τα μαλλιά της

που τα τύλιγε σαν παλτό 

γύρω απ’τους ώμους ή

τα στόλιζε λουλούδια



τυφλώθηκα από την ομορφιά και

την στιλπνότητά τους

έκανα ένα δώρο που την πόνεσε 

-κι άλλο, την πόνεσε, κι άλλο!-

ένα δώρο άχρηστο


δεν με κατάπινε η γη;


από τότε

καλώ τα πνεύματα των μητέρων μας

κάνουμε ξόρκια 

για να πατάει χωρίς πόνο 

να αναπνέει χωρίς κόπο 

να γελάει χωρίς λυγμό


για να φυτρώσουν οι πλεξούδες 

να διώξουν 

τις τρομερές της ώρες 

και να στολιστούν

τα κοκαλάκια 


ξέρω πως δεν χρειάζεται 

ανόητα ψιθυρίσματα

αλλά πονάω που νιώθω ανήμπορη 

να δώσω λύσεις

Μα , ας το πω,

στο διάολο η δική μου ανημπόρια

αυτό είναι ένα ποίημα για εκείνη 

που είναι φάρος για τον δικό μου ζόφο

και θέλει να ζήσει 

τη στιγμή που άνθρωποι 

(όπως εγώ)

μπορούσαν με μια χούφτα χάπια

να πετάξουν τη ζωή τους 

στα σκουπίδια 

όπως θα έκαναν 

με ένα ζευγάρι πολύχρωμα 

άχρηστα 

κοκαλάκια 




(Αύγουστος 2022, Κρήτη, Νότιο Ρέθυμνο -

για την Δανάη)

Το παράπονό μου είναι πως δεν με λένε Γιώργο


αν συνέβαινε κάτι τέτοιο 

θα είχα άλλο κύρος και ύφος 

ο λόγος μου θα μετρούσε 

τα επιχειρήματά μου θα έστεκαν 

οι λέξεις δεν θα ήταν γλυκερές 

ο φόβος θα ήταν θεμιτός 

αφού η ανδρεία δικαιολογημένη 

η οργή και το χέρι στο τραπέζι απαιτητά

δε θα κινδύνευα τα βράδια

θα έπινα όσο γούσταρα χωρίς να κριθώ 

δεν θα με ένοιαζε η μόδα και το μποτέ

-αρκεί που θα’χα την αυθεντική αρσενική μου μυρωδιά-

θα κάπνιζα στο δρόμο χωρίς να ξενίζει σε όποιον περαστικό

θα ήμουν κουλ απλά, όταν η εκφορά της λέξης “ποιητής” συνέβαινε 

η πολιτική συζήτηση και η αναρχία θα στηρίζονταν στα στιβαρά μου λόγια κι αυτά των φίλων μου

θα είχα δίκιο σχεδόν από την αρχή επειδή η λογική μου είναι τετράγωνη 

δυστυχώς το όνομά μου είναι Γεωργία

η ποιήτρια μένει ,σαν ιδιότητα, μέσα μου

και σαν λέξη, χωρίς εκφορά

το φύλο μου με καταδίκασε χωρίς να ερωτηθώ 

κι έτσι, ανάλαφρη, ακκίζομαι

χαίρομαι τα μικρά βυζιά μου 

τη λεπτή φωνή μου

και την απαραίτητη επίγνωση 

του να είμαι συνετή 

κερνάω τσάι στις επτά ακριβώς, αν θέλετε,

μα το δαχτυλάκι σας δεν μπορεί να φτάσει 

σε χάρη το δικό μου,

έτσι που τεντώνεται και στέκει 

σαν χαρισματική πένα