Σελίδες

[η Τίλντα έχει κατάθλιψη]


04.08, 01:44 π.μ.

Σχεδόν όλα τα ζωντανά γύρω μου έχουν κατάθλιψη, μιλούν γι’ αυτό , πέφτουν και σηκώνονται μέσα σε κατάθλιψη, νιώθουν καταθλιπτικά, ζορίζονται καταθλιπτικά, ξυπνούν με κατάθλιψη, πίνουν και μεθούν για να διώχνουν την κατάθλιψη, μέχρι και οι γάτες τους και τα σκυλιά τους λένε πως θα πάθουν κι αυτά κατάθλιψη, επειδή είχαν ένα άσχημο ταξίδι με το πλοίο ή επειδή δεν πετυχαίνει η θετική εκπαίδευση όπως ακριβώς την είχαν στο μυαλουδάκι τους. Μερικές από αυτές τις φορές, δημιουργείται μια φοβερή φυσαλίδα πάνω από το κεφάλι μου, σαν αυτή που πλάθει το αυτί όταν πάσχει από φυσαλιδώδη μυριγγίτιδα -πλην όμως χωρίς υγρό, κι εγώ βρίσκομαι εκεί μέσα και ουρλιάζω σαν σε κενό αέρος - πολύ δυνατά όμως, κι έπειτα επανέρχομαι φρέσκια κι ολοζώντανη να ακούω προσεκτικά για την κατάθλιψη των οικείων μου και των σκυλιών και των γατιών τους, μη μπορώντας να τους μιλήσω, φυσικά κι ανθρώπινα κι απλά για τη δική μου διαγνωσμένη κατάθλιψη, αφού στην καλύτερη περίπτωση θα με κοιτούν σαν να απαγγέλλω έναν ακαταλαβίστικο θεατρικό μονόλογο, ενώ στη χειρότερη θα είμαι μια ακατανόητη φιγούρα η οποία πιθανόν να εργαλειοποιεί, τελικά,την ίδια την ασθένεια. Σε καμία από τις δυο περιπτώσεις δεν αντέχω τα στρογγυλά γεμάτα αγωνία με μια υποψία κριτικής και λίγη πρόχειρη ψυχολογική βοήθεια, μάτια τους. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα η κατάθλιψη, αν φάω λίγο καλό παγωτό φυστίκι, κάνω λίγη γιόγκα κι απολαύσω μια δροσερή βουτιά, ακούσω λίγη ποιοτική μουσική, διαβάσω τα βιβλία του καλοκαιριού, κάνω δέκα χιλιάδες βήματα, νιώσω  ευγνωμοσύνη για όσα έχω, “θα μου περάσει άπαξ δια παντός”, μου λένε οι οικείοι, εδώ σε αυτό το χωριό. Αυτά κάνω, λοιπόν, και ζω περιμένοντας να μου περάσει.