Ξημέρωσε και μαγείρεψε, έβαλε μπουγάδα
σιδέρωσε, σκούπισε, σφουγγάρισε
έφτιαξε στον άντρα έναν καφέ, κάτι να φάει
ετοίμασε και πήγε το παιδί στο σχολείο
όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα
τώρα, που έχει λίγο χρόνο
καθορίζει και καθαρίζει την θέση της
είναι χαμηλή και βολική
δεν απειλεί κανέναν όσο κι αν γράψει
κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα
θα ‘θελε πλάι στους ρεμβαστές να ξαποστάσει
μα δεν υπάρχει χρόνος, ο χρόνος πεθαίνει
τα τρόλει αργόσυρτα θρηνούν τις ζωές που κουβαλάνε
αυτή τα μετράει ξανά και ξανά
μαζϊ με τις κρύες γουλιές του πρωινού καφέ
κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα
η σκόνη στην πόλη διαταράσσει την ομαλή δημιουργία των ονείρων της
τα λιβάδια με τους μωβ κρόκους αναζητάει
αντί γι’ αυτά η σοδειά της είναι ανθρώπινα οστά
που λένε την αλήθεια μέσα απ’το σπογγώδες
υλικό τους
πως η ζωή της φανερά γκρεμίζεται
κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα