Σελίδες



Την ώρα που το απορριμματοφόρο αλέθει 

τα χθεσινά σκουπίδια, σε σκέφτομαι

ζωή παλιά και βιωμένη 

υπήρξες κι έλαμψες 

σαν εκπυρσοκρότηση 

για τόσο λίγο θα τα κατέστρεφα όλα

μια αθεράπευτη λαγνεία κεντούσε 

τα σπλάχνα μου, ένας μικρός γλυκός θάνατος για όσα νόμιζα πως ξέρω

 

Η απαγωγή του θεού 

συνέβη για δικό του καλό

μόνιμα σε θαλπωρή 

ζεστή φωλιά πουλιού 

μακρυά από ανθρώπινη 

θλίψη και φρίκη

κοιμάται έναν δίκαιο ύπνο

Ως πότε

 

όταν με μαλώνει τον αγαπάω κι άλλο

δεν ξέρει πως μπορώ πια να πίνω ουίσκι

όταν πονάω ή πως μπορώ να καταλάβω

τι κρύβεται πίσω από τη λέξη τραύμα

οι γάζες οι δικές μου δεν μυρίζουν αίμα είναι τρυφερές, ποτισμένες αλπραζολάμη

όταν το χέρι του σημαδεύει το μάγουλο

αφήνει ένα κόκκινο στολίδι σαν μέδουσα

τον αγαπάω κι άλλο κι άλλο

όταν κονταίνω απ’ τα λόγια του

γιατί δεν έμαθα να κάνω αλλιώς 

Η θλίψη εκ του πατρός εκπορευόμενη

 


Στην πραγματικότητα δεν μπορώ 

να σε αντιμετωπίσω θυμωμένο

να με βάζεις ξανά και ξανά στη θέση μου

ας πούμε σαν ένα καρφί

μια χνουδόμπαλα ή ένα φτερό

δεν έχω καν ύλη ή ανάστημα 

τα λάθη στα οποία θήτευσα είναι ψηλά σαν λεύκες

άχρηστη σαν ένα ατρόχιστο δρεπάνι

ο ήλιος σου με καίει αφού γεννήθηκα παιδί της βροχής

αν κάποτε φύτεψες στοργικά το σπέρμα σου

με στόλισες φτωχά όσο μεγάλωνα

με τάισες γενναιόδωρα σκληρότητα 

ο καθρέφτης σπάει όταν η αντανάκλασή μου

αποφασίζει να ζήσει εκεί μέσα•

είμαι άσχημη κι άμορφη 

μια μάζα ανίκανη να υπάρξει

να αγαπηθεί, να γεννήσει

μια ανθρώπινη μάζα που περιμένει να χαθεί

χωρίς αναστάσιμη προσδοκία

φυλακή

 

Αν με είχες αφήσει να γλείψω

όλον τον ιδρώτα σου

τώρα δεν θα ήμουν στεγνή κι αφυδατωμένη

ή έστω αν μου έδινες για λίγο 

τα μάτια σου υγρά

άφησες τον εαυτό σου σκιώδη να περιμένει

κι εγώ ερωτεύτηκα το ολόγραμμά σου ενώ 

το μόνο που θέλησα 

ήσουν εσύ κατάδικός μου


ξάπλωσα δίπλα 

στην ακτογραμμή

το αυτί στην άμμο • 

ήθελα

ν’ ακούσω τη σιωπή 

των κυμάτων

· τη βάφτισα Πουλχερία ·

 

τη μικρή γάτα που ήταν δυνατή
σαν παιδική μπουνίτσα σαν αλέτρι
θαύμασα το θάρρος της να με κοιτάξει στα μάτια
κι ύστερα θυμήθηκα – ή πριν-
ένα κορίτσι που έπλενε το πάτωμα
βουτώντας το σφουγγαρόπανο στα δάκρυά της
η εκούσια εξαφάνισή της ήταν
αναμενόμενη όσο παράλογη
κι αν την έχτισε ο ποιητής
η πόλη κοάζει τραγικές ιστορίες
τα σπίτια των αυτοχείρων μοιάζουν με υπέργεια λαγούμια
ανήλιαγα κι αμπαλαρισμένα σφραγίζουν το μυστικό
που όλοι θέλουν να μάθουν - από περιέργεια-
που βέβαια θα αρκούσε για να σώσει τις ζωές
των απονενοημένων

Οικογένεια Larmes

 1.

Η οικογένεια θα έμοιαζε καθόλα φυσιολογική και τρισχαριτωμένη όπως όλες οι οικογένειες στις ιστορίες που διαβάζουμε από τότε που ήμασταν πολύ μικρά παιδιά. Θα έμοιαζε μια οικογένεια κανονική και καθημερινή, αν δεν υπήρχε αυτή η λεπτομέρεια των κεφαλιών- όλα τα μέλη είχαν κεφάλια ελαφιού, αποτελούσαν ένα χιμαιρικό είδος ανθρώπων δηλαδή, που κατά τα άλλα μιλούσαν και συμπεριφέρονταν κανονικά, γελούσαν κι έκλαιγαν, έγραφαν κι έτρωγαν όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι της μικρής πόλης του νότου. Φυσικά και στο σπίτι τους, όλες οι φωτογραφίες των προγόνων στις μικρές κορνίζες και στα άλμπουμ ήταν επίσης διαφορετικές, αφού και οι πρόγονοι το όνομα Larmes. Στα γαλλικά η λέξη σημαίνει “δάκρυα” και κάπως ταίριαζε με τα τεράστια γυαλιστερά σαν σαλαμάνδρες μάτια, έτοιμα μονίμως να δακρύσουν που δέσποζαν στα κεφάλια τους.

Ο μπαμπάς ήταν δάσκαλος και η μαμά βιοποριζόταν σαν γραμματέας ενώ τα τρία παιδιά τους ήταν ακόμα μικρά και τα έγραψαν όλα στο δημοτικό σχολείο.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν τα παιδιά άρχισαν να αποκτούν φίλες και φίλους στο σχολείο και ενώ η εγγύτητα τούς επέτρεπε να δώσουν φιλιά ή αγκαλιές για παράδειγμα, η μουσούδα τους τα περιόριζε και πολλές φορές δημιουργούσε αντιφατικά συναισθήματα στους άλλους. Ένα παιδάκι για παράδειγμα μύριζε το χνώτο του ελαφιού, αναγούλιαζε κι όσο κι αν συμπαθούσε την Λιζέτ δεν ήθελε να την πλησιάζει από ένα σημείο κι έπειτα. Κάπως έτσι συνέβαινε και με τα άλλα δύο παιδιά της οικογένειας Larmes που κατέληγαν στο τέλος της εβδομάδας να παίζουν μόνα τους στην αυλή του σπιτιού τους και να βουρτσίζουν υπερβολικά πολλές φορές τα δόντια τους ενώ στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν γιατί δεν υπήρχε θέμα κακοσμίας.

θάλασσα

 

Δεν σε θέλω τέσσερα χρόνια τώρα

με πονάς σαν κρύα καρφίτσα

η διαφάνειά σου δεν με αγγίζει

το χρώμα σου μπάσταρδο

τα ψάρια σου μεταλλάξεις ζώων

γίνεσαι τάφος προσφύγων

χωρίς να νιώθεις τίποτα

-αυτά δεν τα λένε στις ειδήσεις -

δεν σε θέλω ούτε σε νοσταλγώ

όσο σε τραγουδούν, τόσο σε αποφεύγω

τι να μου πουν για τον βυθό σου τα ποιήματα,

μόνο τα πόδια του παιδιού μου

όταν περήφανη εξερευνήτρια στις ακτές της Λισαβόνας

τα έβρεξε χαρούμενη μέσα σου

μόνο αυτά πιστεύω


η φρυκτωρία με βρίσκει καθισμένη σ’ένα πεζούλι


μέρες περίμενα να πεθάνεις μήνες τελικά κοιμόμουν ξυπνούσα κάπνιζα 

κάτι έπινα κι άκουγα μια μουσική δυνατά για να μη συντονίζω την σκέψη μου 

στο τώρα ενώ έμπαινες στη λίστα 

για δωρητής οργάνων ακούς μαμά 

τι σου λέω; το αγόρι που είχα κάποτε κι αγαπούσα από την κορυφή ως 

τ’ ακροδάχτυλα μαμά πεθαίνει 

μα η μαμά δεν άκουγε ούτε ο μπαμπάς 

δεν γίνεται να πονάει έτσι το παιδί μας και είναι άδικο που πεθαίνει 

το ξέρουμε• εσύ πρέπει να συνεχίζεις τη ζωή σου και δεν μπορώ δεν μπορώ να τον σώσω αυτός είναι παιδί άλλων γονιών αυτός πεθαίνει πέθανε και η μέρα που πεθαίνει παίζει στο ριπίτ σαν εκκρεμές του χαμένου μας χρόνου εγώ σκίζομαι και κάνω τρυπούλες την μελλοντική απουσία πάνω στο δέρμα μου είμαι χιλιόμετρα μακριά από τον Ευαγγελισμό και διαβάζω 

στην φυσιολογία ανθρώπου πως 

ο χειρότερος θάνατος είναι αυτός που συμβαίνει από ασφυξία (προσθέτω σαν υποσημείωση πως ο επίσης χειρότερος  θάνατος είναι να πεθαίνεις και να μένεις ζωντανή κουβαλώντας το σκέλεθρο μιας ζωής)

όταν φτάνω μοιράζω αντισηπτικά μαντηλάκια σε όλα τα παιδιά έξω από τη ΜΕΘ μα πόσο μισητό ακρωνύμιο μεθ μεθάω μέθη μέθεξη μεθάνατο μεθ μεθαύριο μεθανιώνω μεθανάλη μεθάνατος θάνατος εν τόπω χλοερώ

εν τόπω αναψύξεως έρχομαι να σε δω κρύο το σπίτι σου α! μια στάλα δροσιάς μέσα στο καλοκαίρι το μάρμαρο 

να ακουμπήσω το μάγουλό μου ν’ ακούσω την καρδιά σου; προηγουμένως είδα 

την τελευταία ελπίδα στα μάτια της μανούλας σου αφού δεν μπόρεσα να 

σ’ αναστήσω πάει κι αυτή  πάρτην κάτω το ερεβώδες κενό τα μάτια σου τι έπαθαν πουλάκι μου και βάρυναν τα σφράγισαν 

με γάζες άσπρη ταινία γιατί κανείς δεν σκουπίζει το αίμα από το στόμα σου; γιατί δε μου μιλάς; η μιλιά σου που πήγε; που πάει η φωνή σου τώρα που πέθανες αφού είναι ακόμα κάπου σφηνωμένη σε μια δική μου σύναψη που ορκίζομαι διατηρώ ανέπαφη αλλά να η φωνή σου δεν βγαίνει από το δικό μου στόμα τόσο αστεία ή μισοσοβαρή ή τόσο οτιδήποτε υπήρξε όταν ήταν δίκη σου πρώτα κι έτσι νιώθω πως όλα τα λέω λάθος; να πάρω τώρα 

το σφυρί που έχουν σε όλα τα βαγόνια του μετρό το πάντα κόκκινο να σπάσω το τζάμι απ’ το φέρετρό σου κι ας πουν μετά πως τρελάθηκα μα κανείς δεν σκέφτηκε πως θα κοπείς εκεί μέσα αν θρυμματιστεί το γυαλί από τα κλάματα;

 Ο χάρτης συγκρατεί λίγες κόκκινες πινέζες όλες μαζί συνθέτουν μια αξιοθρήνητη προσπάθεια ψυχικής σύνδεσης στον εκάστοτε  τόπο μια ιστορία χαράς μα τελικά πόνου απωλειών γνωστών άγνωστων εμμονικών αγκυλώσεων σε παρελθοντικά λάθη διαρκούς φθοράς δεν είναι αρκετός ο εαυτός για να με κρατήσουν σαν μια αλησμόνητη πινέζα στην καρδιά τους η μοναξιά ξυρίζει εμμονικά μια διαφορετική πλευρά του κρανίου μου κάθε εποχή κι έτσι κρυώνω αλλιώς δεν ταιριάζω κάπου συγκεκριμένα τελικά ένα διαμετρικά αντίθετο πασπαρτού το κλάμα προσπαθήσει να καλύψει όλη την επιφάνεια των ψυχογεωγραφικών μου κατακτήσεων μερικές είναι βραχώδεις οροσειρές άλλες βαλτώδεις λεκάνες μπερδεύονται οι άνθρωποι με τα δάκρυα λυπούνται απωθούνται μα κυρίως τα καταπίνουν στον ύπνο τους κάθε βράδυ ως επιβεβλημένη αναπλήρωση γαστρικών υγρών τίποτα δεν πρέπει να πάει στράφι κι όλα τελικά θα πάνε

Τα καθ’ ημάς


Ξημέρωσε και μαγείρεψε, έβαλε μπουγάδα

σιδέρωσε, σκούπισε, σφουγγάρισε

έφτιαξε στον άντρα έναν καφέ, κάτι να φάει

ετοίμασε και πήγε το παιδί στο σχολείο

όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα


τώρα, που έχει λίγο χρόνο 

καθορίζει και καθαρίζει την θέση της

είναι χαμηλή και βολική 

δεν απειλεί κανέναν όσο κι αν γράψει 

κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα


θα ‘θελε πλάι στους ρεμβαστές να ξαποστάσει

μα δεν υπάρχει χρόνος, ο χρόνος πεθαίνει

τα τρόλει αργόσυρτα θρηνούν τις ζωές που κουβαλάνε

αυτή τα μετράει ξανά και ξανά 

μαζϊ με τις κρύες γουλιές του πρωινού καφέ 

κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα


η σκόνη στην πόλη διαταράσσει την ομαλή δημιουργία των ονείρων της

τα λιβάδια με τους μωβ κρόκους αναζητάει 

αντί γι’ αυτά η σοδειά της είναι ανθρώπινα οστά

που λένε την αλήθεια μέσα απ’το σπογγώδες

υλικό τους

πως η ζωή της φανερά γκρεμίζεται  

κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα