Σελίδες

ένας έρωτας ακόμα



να χτυπά το τηλέφωνο στις τέσσερις το πρωί/
δεν είναι ποτέ μια καλή είδηση/
εκτός αν είσαι ερωτευμένος/
τότε οι επίγειοι κανόνες καταλύονται/μιλάς με βραχνή φωνή στο ακουστικό αναρίθμητες ώρες/
τι να πει κανείς για το στομάχι σου 
που παίζει τσέλο με τη φωνή του Έντι Βέντερ/
ή τον ρυθμό που αποφασίζει να προβάρει η καρδιά σου/έναν άτακτο σκληρό ρυθμό σαν γεωτρύπανου/που επιτάσσει τα λογικά σου
ή τα μάτια μου που οι κόρες τους διαστέλλονται σαν εθισμένες/όταν σε αντικρίζουν, καλέ μου/
κοίτα έναν έρωτα που γεννάω για εσένα/κάθε μέρα,
με οδύνες πραγματικές και αϋπνία ανυπόφορη, στις τέσσερις το πρωί/
όλα σου τα γράφω με ευκρίνεια/
μα εσύ δεν θα μπορέσεις  να τα δεις ποτέ/
όπως δεν είδες τη γάτα μου που νιαουρίζει κατευναστικά/
με συντροφεύει για να μοιάζει ο πόνος μου λιγότερος , η υπομονή πιο στιβαρή/
κάθε νύχτα στις τέσσερις και έξι πρώτα λεπτά 
που το στομάχι μου λιποτακτεί/και διακηρύττει τον έρωτα που νιώθω για εσένα/
δεν θυμάμαι πόσα βράδια πέρασα έτσι μακρυά σου, καλέ μου/
χωνεύοντας την πίκρα/
χωνεύοντας τα δάκρυα/
χωνεύοντας τον έρωτα/
που δεν φύτρωσε ποτέ/
στα δικά σου μάτια

 κοίτα με τώρα

άθελά μου κατάπια

τρυφερότητα

 Τι ήσυχα που 

ξεφτίζουν οι ζωές μας

κόκκινες γάζες

η άνοιξη είναι η αγαπημένη μου εποχή


τα κεράσια που γλυκαίνουν δειλά
οι κήποι σαν χαοτική παιδική παλέτα
και το χαμόγελο που φωτίζει το στόμα μου
μα τι κάθομαι και λέω; 
το χειρότερο είναι όταν αποκαλύπτονται τα δόντια στραβά, κιτρινισμένα ή τα ούλα
η διάθεσή μου είναι γκρι σαν αλαφιασμένο ποντίκι
πόσα παραπάνω ξέρουν όσοι δεν χαμογελούν βεβιασμένα 
όπως εγώ
πόσο απλούστερη ζωή ζουν!
οι μύες γύρω απ’το στόμα τους χαλαροί
οι γραμμές της πίκρας ανύπαρκτες, 
οι δικές μου τραβάνε κατήφορο χρόνια τώρα
κάθε άνοιξη με οδηγούν σταθερά στο κέντρο μου, στον πάτο των ψυχών 
για να συναντώ τις φίλες των χρόνων που χάθηκαν απ’ το δικό τους χέρι 
όλες έγραψαν για τη ζωή πριν από μένα 
πήραν απόφαση να πουν «φτάνει πια»



Την ώρα που το απορριμματοφόρο αλέθει 

τα χθεσινά σκουπίδια, σε σκέφτομαι

ζωή παλιά και βιωμένη 

υπήρξες κι έλαμψες 

σαν εκπυρσοκρότηση 

για τόσο λίγο θα τα κατέστρεφα όλα

μια αθεράπευτη λαγνεία κεντούσε 

τα σπλάχνα μου, ένας μικρός γλυκός θάνατος για όσα νόμιζα πως ξέρω

 

Η απαγωγή του θεού 

συνέβη για δικό του καλό

μόνιμα σε θαλπωρή 

ζεστή φωλιά πουλιού 

μακρυά από ανθρώπινη 

θλίψη και φρίκη

κοιμάται έναν δίκαιο ύπνο

Ως πότε

 

όταν με μαλώνει τον αγαπάω κι άλλο

δεν ξέρει πως μπορώ πια να πίνω ουίσκι

όταν πονάω ή πως μπορώ να καταλάβω

τι κρύβεται πίσω από τη λέξη τραύμα

οι γάζες οι δικές μου δεν μυρίζουν αίμα είναι τρυφερές, ποτισμένες αλπραζολάμη

όταν το χέρι του σημαδεύει το μάγουλο

αφήνει ένα κόκκινο στολίδι σαν μέδουσα

τον αγαπάω κι άλλο κι άλλο

όταν κονταίνω απ’ τα λόγια του

γιατί δεν έμαθα να κάνω αλλιώς 

Η θλίψη εκ του πατρός εκπορευόμενη

 


Στην πραγματικότητα δεν μπορώ 

να σε αντιμετωπίσω θυμωμένο

να με βάζεις ξανά και ξανά στη θέση μου

ας πούμε σαν ένα καρφί

μια χνουδόμπαλα ή ένα φτερό

δεν έχω καν ύλη ή ανάστημα 

τα λάθη στα οποία θήτευσα είναι ψηλά σαν λεύκες

άχρηστη σαν ένα ατρόχιστο δρεπάνι

ο ήλιος σου με καίει αφού γεννήθηκα παιδί της βροχής

αν κάποτε φύτεψες στοργικά το σπέρμα σου

με στόλισες φτωχά όσο μεγάλωνα

με τάισες γενναιόδωρα σκληρότητα 

ο καθρέφτης σπάει όταν η αντανάκλασή μου

αποφασίζει να ζήσει εκεί μέσα•

είμαι άσχημη κι άμορφη 

μια μάζα ανίκανη να υπάρξει

να αγαπηθεί, να γεννήσει

μια ανθρώπινη μάζα που περιμένει να χαθεί

χωρίς αναστάσιμη προσδοκία

φυλακή

 

Αν με είχες αφήσει να γλείψω

όλον τον ιδρώτα σου

τώρα δεν θα ήμουν στεγνή κι αφυδατωμένη

ή έστω αν μου έδινες για λίγο 

τα μάτια σου υγρά

άφησες τον εαυτό σου σκιώδη να περιμένει

κι εγώ ερωτεύτηκα το ολόγραμμά σου ενώ 

το μόνο που θέλησα 

ήσουν εσύ κατάδικός μου


ξάπλωσα δίπλα 

στην ακτογραμμή

το αυτί στην άμμο • 

ήθελα

ν’ ακούσω τη σιωπή 

των κυμάτων

· τη βάφτισα Πουλχερία ·

 

τη μικρή γάτα που ήταν δυνατή
σαν παιδική μπουνίτσα σαν αλέτρι
θαύμασα το θάρρος της να με κοιτάξει στα μάτια
κι ύστερα θυμήθηκα – ή πριν-
ένα κορίτσι που έπλενε το πάτωμα
βουτώντας το σφουγγαρόπανο στα δάκρυά της
η εκούσια εξαφάνισή της ήταν
αναμενόμενη όσο παράλογη
κι αν την έχτισε ο ποιητής
η πόλη κοάζει τραγικές ιστορίες
τα σπίτια των αυτοχείρων μοιάζουν με υπέργεια λαγούμια
ανήλιαγα κι αμπαλαρισμένα σφραγίζουν το μυστικό
που όλοι θέλουν να μάθουν - από περιέργεια-
που βέβαια θα αρκούσε για να σώσει τις ζωές
των απονενοημένων

Οικογένεια Larmes

 1.

Η οικογένεια θα έμοιαζε καθόλα φυσιολογική και τρισχαριτωμένη όπως όλες οι οικογένειες στις ιστορίες που διαβάζουμε από τότε που ήμασταν πολύ μικρά παιδιά. Θα έμοιαζε μια οικογένεια κανονική και καθημερινή, αν δεν υπήρχε αυτή η λεπτομέρεια των κεφαλιών- όλα τα μέλη είχαν κεφάλια ελαφιού, αποτελούσαν ένα χιμαιρικό είδος ανθρώπων δηλαδή, που κατά τα άλλα μιλούσαν και συμπεριφέρονταν κανονικά, γελούσαν κι έκλαιγαν, έγραφαν κι έτρωγαν όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι της μικρής πόλης του νότου. Φυσικά και στο σπίτι τους, όλες οι φωτογραφίες των προγόνων στις μικρές κορνίζες και στα άλμπουμ ήταν επίσης διαφορετικές, αφού και οι πρόγονοι το όνομα Larmes. Στα γαλλικά η λέξη σημαίνει “δάκρυα” και κάπως ταίριαζε με τα τεράστια γυαλιστερά σαν σαλαμάνδρες μάτια, έτοιμα μονίμως να δακρύσουν που δέσποζαν στα κεφάλια τους.

Ο μπαμπάς ήταν δάσκαλος και η μαμά βιοποριζόταν σαν γραμματέας ενώ τα τρία παιδιά τους ήταν ακόμα μικρά και τα έγραψαν όλα στο δημοτικό σχολείο.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν τα παιδιά άρχισαν να αποκτούν φίλες και φίλους στο σχολείο και ενώ η εγγύτητα τούς επέτρεπε να δώσουν φιλιά ή αγκαλιές για παράδειγμα, η μουσούδα τους τα περιόριζε και πολλές φορές δημιουργούσε αντιφατικά συναισθήματα στους άλλους. Ένα παιδάκι για παράδειγμα μύριζε το χνώτο του ελαφιού, αναγούλιαζε κι όσο κι αν συμπαθούσε την Λιζέτ δεν ήθελε να την πλησιάζει από ένα σημείο κι έπειτα. Κάπως έτσι συνέβαινε και με τα άλλα δύο παιδιά της οικογένειας Larmes που κατέληγαν στο τέλος της εβδομάδας να παίζουν μόνα τους στην αυλή του σπιτιού τους και να βουρτσίζουν υπερβολικά πολλές φορές τα δόντια τους ενώ στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν γιατί δεν υπήρχε θέμα κακοσμίας.

θάλασσα

 

Δεν σε θέλω τέσσερα χρόνια τώρα

με πονάς σαν κρύα καρφίτσα

η διαφάνειά σου δεν με αγγίζει

το χρώμα σου μπάσταρδο

τα ψάρια σου μεταλλάξεις ζώων

γίνεσαι τάφος προσφύγων

χωρίς να νιώθεις τίποτα

-αυτά δεν τα λένε στις ειδήσεις -

δεν σε θέλω ούτε σε νοσταλγώ

όσο σε τραγουδούν, τόσο σε αποφεύγω

τι να μου πουν για τον βυθό σου τα ποιήματα,

μόνο τα πόδια του παιδιού μου

όταν περήφανη εξερευνήτρια στις ακτές της Λισαβόνας

τα έβρεξε χαρούμενη μέσα σου

μόνο αυτά πιστεύω