Σελίδες

La vie est la farce à mener par tous


Βγαίνοντας απ’το μουσείο, με καταβρόχθισε η φάρσα αυτή, σαν τα πολύχρωμα σκουπιδάκια που απόμειναν από την λαϊκή της Μπελβίλ και τα τσιμπολογούσε ένα λαμπερό μαύρο κοράκι. Εικοσιτρία χρόνια είχα να πατήσω τα πόδια μου εδώ κι αυτή τη φορά το έκανα με την ιδιότητα που διάλεξα με τόσο κόπο και κόντρα σε πολλά αντιθετικά τσιτάτα που θέλανε μονίμως το καλό μου ή να με συνετίσουν παρουσιάζοντας μπροστά μου μια κενή αλλότρια αλήθεια . Δουλεύω διαρκώς για μια προοπτική που κάθε μέρα μου φαίνεται πιο πιθανή και ζωηρή, δουλεύω γι’ αυτό που διάλεξα και με κρατάει ζωντανή, πλήρη, με διαύγεια και ομορφιά. Στο τέλος ξέρω, πως η ματαιότητα θα υπερκεράσει τα εμπόδια που της βάζω σαν ολοστρόγγυλα λευκά βότσαλα, ώστε να γλυστράει και να γλυστράει. Ίσως, δηλαδή, να πνιγώ στο συντριβάνι της, όχι όμως πριν αποφασίσω ποιο μπλε και ποιο μωβ και ποιο κίτρινο θα έτρωγα για να χορτάσω, αν αυτά ορίζονταν σαν την επιβεβλημένη μου τροφή• τώρα ξέρω πως είναι όλα του Ρόθκο, γιατί τα μύρισα και τα άκουσα, τα μάτια μου συντονίστηκαν σε ένα υψίπεδο, σε μια οροσειρά, απ’όπου αυτά τα συγκεκριμένα χρώματα είναι ορατά στο κομμάτι του ουρανού που μου αναλογεί και που μπορώ να αγκαλιάσω όπου κι αν πάω. 

Ο θάνατος είναι παντού τόσο παρών και αυτό με καθησύχαζε σε κάθε μικρή στάση που έκανα για να γευτώ τοπικές λιχουδιές κρυφακούγοντας ταχύρυθμους διαλόγους και προσπαθώντας να ξεψαχνίσω το ρήμα από το αντικείμενο στη γλώσσα που αγαπούσα τόσο πολύ να προφέρω σωστά και με χάρη. Είναι λίγο κρίμα να μην μπορώ να εξηγήσω, πως δεν φοβάμαι τίποτα εδώ και τέσσερα χρόνια πια, πέρα από την πίεση που συμβαίνει και που συνθλίβει την ψυχή μου, όταν αυτή μπορεί για παράδειγμα να ενσαρκωθεί σε έναν μικρό κοκκινολαίμη ή έναν νεογέννητο αρουραίο• αυτή η πίεση προέρχεται μόνο από άλλες ψυχές που μοιάζουν αρπακτικές δίκαια ή άδικα προς την δική μου αναλόγως κι έτσι τότε η ανάσα μου λιγοστεύει, αδειάζω και οι φωνητικές μου χορδές αφομοιώνονται από τον σωλήνα του λαιμού μου, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να βγει, τίποτα να με τροφοδοτήσει με ροή. Μένω στατική σαν ένα οριγκάμι κολλημένο με μέλι πάνω σε μια σταθερή επιφάνεια, ασάλευτη και βαριά σαν ογκόλιθος, έτοιμη όμως πάντα να καταρρεύσω αφήνοντας ένα χαοτικό αποτύπωμα σπλάχνων, οστών και αίματος στην βάση όπου πριν λίγο στηριζόμουν.“Θέλω να με φροντίσουν”, αυτό είπα και δεν κατάλαβε ούτε ο πανέμορφος θεόρατος γάλλος ούτε η συναδέλφισσά του που μου γύρισε το δεξί προφίλ λες και θα την φωτογράφιζα, αντί να ακούσει την έκκλησή μου για βοήθεια. “Στον ουρανό ολοταχώς”, μετέφραζα από μέσα μου βλακωδώς ποιητικά την φράση με τα κόκκινα γράμματα κι αυτό ακριβώς ζητούσα. Παρόλο που τα είχα όλα έτοιμα, όλα τα κρατούσα στο δεξί χέρι, διαβατήριο και κάρτα επιβίβασης, έπρεπε να τρέξουν ασυνείδητα δάκρυα από τους πόρους των δακρύων, για να καταλάβουν τελικά και να με οδηγήσουν στην κατεύθυνση που χρειαζόμουν ενώ ταυτόχρονα υποτιμούσαν την μικρή μου δυστυχία. Έχω μάθει στην γλώσσα αυτή, πως souci είναι μια υπέροχη αρετή κι ας μην προσφέρεται απλόχερα όπως επιλέγω να τη δίνω κάθε φορά χωρίς φειδώ, όπου νιώθω πως είναι ανάγκη.