Σελίδες

untitled 1970 - η μέρα που γνώρισα τον Μαρκ Ρόθκο


Δεν θυμάμαι ποια μέρα πήραμε το ταξί  για το 222 της οδού Bowery στην ανατολική πλευρά της Νέας Υόρκης. Θυμάμαι όμως, πως ο αέρας που έμπαινε από το χαλασμένο παράθυρο ήταν τόσο μανιασμένος ώστε ήθελα να ξύσω τα μάγουλά μου συντόνως, μέχρι να μοιάσουν με ποδοπατημένες παπαρούνες. Τι είναι ο άνεμος, με ρωτά ο διακριτικός μου άγνωστος συνοδοιπόρος; “Ο άνεμος είναι ο τελευταίος πίνακας του Μαρκ Ρόθκο”, του απαντάω, κόκκινος, ένα ζωηρό κόκκινο αίμα, το αίμα από τις παπαρούνες, το αίμα του Ρόθκο που αντί να πνίξει, το λέρωσαν οι φυλλάδες και τα ψιθυρίσματα, οι ανακρίβειες και οι αναλύσεις που ο ίδιος απεχθανόταν μια ζωή. 

Όμως οι άνθρωποι ξεχνούν τόσο εύκολα και μιλάνε τόσο πολύ. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβει όταν ο Μαρκ Ρόθκο αποφάσισε να πεθάνει, ξέρω πως ένιωσα μια τρομερή λύπη, ένα συναίσθημα ίσως ακόμη πιο δυνατό και ομιχλώδες από τη λύπη για την απώλεια, γιατί αν κάτι θα κρατούσα ως εικόνα από το στούντιό του, αυτό θα ήθελα να ήταν η ακαταστασία και οι μισοτελειωμένοι καμβάδες, τα μπουκαλάκια και τα σωληνάρια των χρωμάτων που έφτιαχνε μόνος του για να είναι μοναδικά, τα πινέλα του, τα αλλοπρόσαλλα χρωματισμένα πουκάμισα που όσο κι αν τα έπλενα δεν καθάριζαν από τις διάσπαρτες και τυχαίες πιτσιλιές κι αυτό με ευχαριστούσε· ήταν τόσο προσωπικά. Μου καταστρέφουν τη μνήμη αυτές οι ειδήσεις με τις υποθέσεις και τις ιατροδικαστικές περιγραφές, με τις αναλύσεις για την στροφή του στο γκρι, το μαύρο και το μωβ. Η δήθεν ενσυναισθητική διάθεση και παντογνωσία των δημοσιογράφων που νοιάζονται τόσο για την αυτοχειρία του όσο νοιάζεται ένας ναζί για έναν εβραίο.

Κανείς δεν ήξερε τα σκοτάδια του Μαρκ Ρόθκο καλύτερα από εκείνον (ίσως λίγο κι εγώ η ίδια να ξέρω βέβαια) κι αυτό επειδή η καταβύθισή μας στην κατάθλιψη ήταν ταυτόχρονη και ανηλεής. Συνέβη ξαφνικά κι έπειτα η επιτάχυνση της κατάστασης υπήρξε τόσο μεγάλη που δεν άφηνε περιθώρια για αντεπίθεση, η θέληση συρρικνώθηκε, μας κατάπιαν οι μπογιές και η απουσία των λέξεων• κοινώς η τρύπα στο στομάχι που φιλοξενεί εδώ και αιώνες το Κενό. 

Ταυτόχρονα, ο Ρόθκο στο τελευταίο του  έργο τοποθετεί ακριβοδίκαια μια ρομφαία πάνω από τα κεφάλια των γυναικοκτόνων που πνίγονται στο αίμα των πλασμάτων που σκότωσαν, πνίγονται στον παφλασμό από τις ιαχές των γυναικών που έμειναν πίσω και τις κλαίνε από άκρη σε άκρη της γης. Το αίμα αυτό είναι ζωντανό σε κάθε ίντσα αυτού του τελευταίου πίνακα, αγριεύει όταν το κοιτάνε χωρίς ενοχή και σωπαίνει σαν ήρεμο ποτάμι όταν έρχεται δικαιοσύνη. Η στάση στην κόκκινη λίμνη που γεμίζει με ιστορίες και σώματα γυναικών είναι επιβεβλημένη και να την κάνετε αν τυχόν βρεθείτε μπροστά της, ακόμα και νοερά, όχι όπως επιτάσσει μια κανονική επίσκεψη σε γκαλερί τέχνης. 

Η σπονδυλική στήλη του Ρόθκο τα τελευταία χρόνια είχε απορροφήσει τόση λύπη ώστε τα κρακ που ακούγονταν δεν μπορούσε να τα εξηγήσει κάποια ιατρική γνωμάτευση ή εξέταση. Τα κρακ αυτά ήταν η φωνή του και η ερμηνεία που ζητούσαν οι άνθρωποι από τους πίνακές του. Εκείνος κάπνιζε σαν καπνοδόχος κι έπινε με μανία ουίσκι σε ποτήρια που δεν έπλενε ποτέ, ζούσε λιγάκι παραπάνω απ’ όσο αποφάσιζε την προηγούμενη νύχτα, μέχρι τη στιγμή που.