Σελίδες

αποκομιδή

Όπου πάω με τ’ αμάξι αυτές τις μέρες, κουβαλάω ένα μικρό φέρετρο, μήκους περίπου ενάμισι μέτρο, καφέ χρώματος και λίγο πιο βαθύ από τα κανονικά φέρετρα. Δεν είναι από κάποιο ξύλο ακριβό, βελανιδιά, εβένινο ή ό,τι είθισται τελοσπάντων. Δεν το βλέπει κανείς, εκτός απ’ το παιδί που την πρώτη φορά που το αντίκρυσε με ρώτησε : “Μαμά, αλήθεια έχεις έναν τάφο μέσα στο αμάξι σου;”. Κάθεται πάντα στο καρεκλάκι της στα δεξιά, τσουλάμε μαζί με το μικρό φέρετρο στην άσφαλτο της Αθήνας κι αυτό αφήνει ρυθμικά γκουπ-γκουπ σε κάθε λακούβα που πατάω ή κάποια πιο απότομη στροφή.

Από τότε που ξεκίνησα να το γεμίζω δεν έχει σταματημό και πλέον νιώθω πως σαν τελετουργία δεν θα σταματήσει ποτέ, δεν θα το ξεφορτωθώ ποτέ για να το θάψω όπως του πρέπει• είναι κι αυτό σαν το στόμα μου, ένα χαντάκι που διαρκώς γεμίζει. Γεμίζει, γεμίζει κι όλο χωράει• ένα σκασμό στενοχώρια, ασχήμια, όλα τα σκατά που μας σερβίρονται κάθε μέρα, όλα τα απόνερα, οι νεκρές από φονικά, οι στάχτες απ’το πράσινο,τοτιθαγίνειαπόδωκαιπέρα.

Μόνο γεμίζει,μέχρι και την παιδική μου ηλικία έχω καταχωνιάσει που άλλωστε βολεύτηκε καλά κι απλώθηκε στον πάτο του έτσι απαλή που είναι και με τάση να καταλαμβάνει κάθε ζωντανό κύτταρο μνήμης. Την έβαλα κι αυτήν για να μην νοσταλγώ, η νοσταλγία είναι ανόητη όταν δεν υπάρχει τόπος να επιστρέψεις.

Δεν είναι πως έπρεπε να κάνω μια τυπική και αυστηρή διάκριση σε ό,τι μπαίνει στον φαινομενικά περιορισμένο χώρο, όχι καμία σχέση. Απλώς κάτι, αναγκαστικά, θα έμενε απέξω κι έτσι τα κριτήρια ταξινόμησης ας πούμε, είναι πως ό,τι με πονάει που έχει αλλάξει μορφή και ό,τι πια δεν υπάρχει ώστε να μπορώ να το ζω στο τώρα, να το ψηλαφώ, να το χαίρομαι τελοσπάντων, θα μπαίνει μέσα στο καθ’ ομοίωση φέρετρο. Επίσης, ό,τι σιχαίνομαι και με κάνει να αηδιάζω σαν την αποφορά του φασισμού και της βίας που πυροδοτεί. Βιβλία ας πούμε δεν έχω βάλει, αφενός γιατί βιβλία που σιχαίνομαι κι ας μην έχω διαβάσει έχουν ήδη καεί (το meinkampf στα σίγουρα) ή ξερωγώ ανθρώπους που σιχαίνομαι και ζουν δεν θα τους στοιβάξω εκεί γιατί θα γίνω ίδια με ό,τι σιχαίνομαι αν μου πάθουν ασφυξία από την ίδια τους τη δυσωδία. Κι έτσι μένουν όλα τα άλλα• ιδέες και πράξεις που αποπνέουν ασχήμια,τρόμο, κακία, περιφρόνηση, αλαζονεία, χυδαιότητα.Θα σκεφτώ κι άλλα στην πορεία, αυτά είναι από ένα πρώτο, γρήγορο ξεσκαρτάρισμα που έκανα μέσα στην εβδομάδα.

Στο μεταξύ, το εικοσάχρονο αμάξι μου μια χαρά με βόλεψε, καθώς η πρωταρχική ιδέα ήταν να δέσω το φερετράκι γερά με ένα χοντρό σκοινί ώστε να το περιφέρω σε κάθε γειτονιά ξεκινώντας από το κέντρο της Αθήνας, κάνοντας και λίγο παραπανίσιο τζέρτζελο αλλά τελικά από τη μια το θεώρησα πολύ avant- garde , από την άλλη τα λίγα μου κιλά δεν θα επέτρεπαν την άνετη και γρήγορη μετακίνηση του αυξανόμενου φορτίου. Τσοντάρουν όλα στη βενζίνη πάντως όταν τους εξηγώ τι κάνω κι εφόσον συμφωνούν- δεν πειθαναγκάζω κανένα. Μέχρι κι ένας παπάς έβαλε χρήματα στο κουτί της οικονομικής ενίσχυσης, απλώς νομίζω πως το έκανε πιο πολύ επειδή με λυπήθηκε για την τρέλα που είδε στα μάτια μου. Κάπου εγγράφεται κι αυτή, εκείνος την διέκρινε κι αποφάσισε να πληρώσει για τα δικά μου κρίματα κι ας μην το ζήτησα, αφού δεν πιστεύω σε τίποτα.

Όπου να ‘ναι κλείνει και η έβδομη μέρα αδιάκοπης εργασίας. Στις δεκατρείς πρέπει όλα να είναι έτοιμα κι ας μένουν τόσα μπάζα, τόσα ατέλειωτα σκουπίδια και κουφάρια να μαζέψω. Ο στόχος είναι να παροπλιστούν από κάθε κακία οι κακοί. Αυτός ο στόχος αυτό και το μότο , του αφιερώθηκα κι ας τη βγάζω με καφέ και κουλουράκι κανέλα όλη μέρα - η τέχνη μου θέλει θυσίες και το σέβομαι. Στις δεκατρείς, λοιπόν, θα γίνει η αποτέφρωση• δεν έδωσα πολλές λεπτομέρειες στην κυρία στο τηλέφωνο, είπα μόνο πως λέγεται John Doe ο νεκρός, αφενός για να μην προκαλέσω υποψίες αφετέρου γιατί πάντα ήθελα να γράψω σε ένα κείμενο το συγκεκριμένο όνομα. Δεν με ρώτησαν τίποτα πιο ειδικά, παρά μόνο αν θα πλήρωνα μετρητά κι αν χρειαζόμουν, επιπλέον της τεφροδόχου, μπρελόκ για τις στάχτες (ω θεέ μου, ο καπιταλισμός). Της εξήγησα πως δεν χρειάζομαι ούτε δοχείο ούτε μπρελόκ αφού είχα μια ενισχυμένη tote bag που ήταν αρκετή για να χωρέσει τόση στάχτη. Δεν ρώτησε κάτι άλλο κι ας φάνηκε από την παύση στην φωνή της πως είχε αντιρρήσεις. Τα λεφτά τα είχα ήδη μαζέψει, περίσσευαν κιόλας οπότε δεν υπήρχε άλλο πρόβλημα πέρα από την πρόσκληση, που στην ουσία αυτό ήταν, αλλά με τους όρους της τελετής έπρεπε να μοιάζει με πραγματικό αγγελτήριο.

Εννοείται πως δεν θα πλήρωνα και γι’ αυτό• ένα event στο fb έφτανε και με το παραπάνω, αρκεί να το προωθούσα στους κατάλληλους ανθρώπους, ινφλουένσερς, δημοσιογράφους και λοιπά. 

Γκουπ- γκουπ , γκουπ- γκουπ τελευταία διαδρομή και η πόλη λάμπει. Γκουπ- γκουπ και ξαφνικά νιώθω μια γλώσσα στα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού. Ο Φιντέλ με γλείφει, είναι έξι και είκοσι το πρωί, δεν βρέχει, τον κουβαλάω στον κήπο γιατί από μικρούλης δεν μπορούσε να ανέβει με ευκολία το σκαλοπάτι κι όση ώρα κατουράει τρέχω στο αποθηκάκι και ξεκλειδώνω: το μικρό φέρετρο στέκεται και είναι άδειο, δεν έχω ξεμπερδέψει με τίποτα ακόμα.