Σελίδες

panic button



Το παιδί τής είπε “καλημέρα”

πήρε ένα τελευταίο φιλί με τη σάκα στον ώμο 

ο άντρας με μια κλωτσιά της έσπασε το πόδι

εκείνη τον έδιωξε 

η αστυνομία τής πρόσφερε μια υποτυπώδη προστασία 

κατά τ’άλλα, η γειτόνισσα ανακάτευε 

την κατσαρόλα που κόχλαζε 

ο γείτονας ξεφύλλιζε 

την εφημερίδα που έτριζε 

ο παπάς ετοίμαζε 

το λιβάνι για το θυμίαμα

όλοι κι όλες στον μικρό τους τόπο άνοιγαν 

τα ραδιόφωνα στη διαπασών, 

την ώρα που εκείνη φώναζε “βοήθεια,βοήθεια”  

η Σαλαμίνα θρέφει ποιητές 

τώρα μάθαμε πως θρέφει και φονιάδες

απ’τα ραδιόφωνα το μάθαμε 

τα σκάγια στο σώμα της άμοιρης το είπαν 

το σώμα που πάλι με στοργή αγκαλιάζουμε

αλλά δεν φτάνει

“δεν φτάνει με τίποτα”

μας φωνάζει απ’τον τάφο της 

μας το λέει το παιδί της