Σελίδες

Όταν κάναμε με τον Σαμσών τις βόλτες στην πόλη, η Ομόνοια δεν ήταν ακόμα η πλατεία που είναι σήμερα. Υπήρχαν οι λαμαρίνες περιμετρικά, όχι ζωγραφισμένες σαν αυτές στην πλατεία Εξαρχείων κι έτσι φαίνονταν τα συνθήματα, τα τάγκς κι ένα που ξεχωρίσαμε ήταν το voodoo death• γραμμένο με κεφαλαία μαύρα γράμματα προοικονομούσε το τέλος όλων μας που είχε προκληθεί από το φόβο για τη συνέχεια του ζόφου. Μαζί μ’αυτό και το θεόρατο γλυπτό του Ζογγόπουλου ο οποίος έλεγε πως το νερό είναι το αίμα του γλυπτού. 

Θυμάμαι, λοιπόν, πως είπε ο Σαμσών να το βγάλουμε το γλυπτό “ αυτοκτονιέρα”, συμφώνησα κι εγώ διασκεδάζοντας με τον λεξιπλάστη φίλο μου κι έπειτα βαλθήκαμε να δίνουμε ρόλους στους περαστικούς ακόμα και στα περιστέρια που όταν θα μεταμορφώνονταν στα κοράκια του έργου, τα πόδια τους θα ήταν κατακόκκινα αφού θα τσαλαβουτούσαν στο αίμα, μια γυναίκα που ζητιάνευε την χρίσαμε μοιρολογίστρα -να κλαίει αφού η αποτροπή του επικείμενου κακού δεν ήταν , μόνο οι αστυνομικοί είχαν τον σαφέστατο ρόλο της εξουσίας που αυτός δεν αλλάζει με καμία φαντασία, σαν το “ελλάς” που χτυπάνε κάποιοι σαν ένεση στα μπετά, τις λαμαρίνες, τα αγάλματα. Θα οδηγούσαν αυτοί λοιπόν με τις μπλε στολές και τα γκλοπς τον κόσμο πάνω στο γλυπτό κι από εκεί ένας- ένας οι άνθρωποι θα έπεφταν, θα αυτοκτονούσαν και ύστερα θα γινόταν η συλλογή των πτωμάτων.

Επειδή τίποτα δεν γίνεται ή δεν λέγεται ή δεν γράφεται απόλυτα στην τύχη, λίγη ώρα μετά τράβηξα ένα βίντεο. Είναι αυτό το τρομακτικό μηχάνημα που φέρει σε παράταξη τα τούβλα σε ιμάντα, κάθε τούβλο κι ένας άνθρωπος, κάθε σαράντα δεύτερα αυτοκτονεί ένας άνθρωπος, που τελικά ακουμπά σε έναν ατελείωτο σωρό από ανθρώπινα σώματα νεκρά. Ακόμα κι αν ένας ήταν ζωντανός στο τέλος της πτώσης, οι αστυνομικοί τον πυροβολούσαν με την τελευταία λέξη, κάπως μου θύμιζε νεκρές αγελάδες που τις θανάτωναν γιατί αρρώστησαν και δεν συνέφερε να τις βοηθήσουν να αναρρώσουν, οι νεκροκουβαλητές τον έθαβαν ευθύς στον παρακείμενο λάκκο που θα γινόταν συντριβάνι αλλά δεν πρόλαβε.

Το ξέρω πως αυτό που περιγράφω είναι ένας άφατος χαμός και πως ο ουρανός πάνω από την Ομόνοια θα έπρεπε να έχει μαυρίσει από κοράκια σε κυκλική θρηνητική πτήση, αλλά στην Αθήνα δεν έχουμε κοράκια και τα περιστέρια είναι μεταλλαγμένα πτωματοφάγα.

Στο τέλος θα μείνουν μόνο τα ανθρώπινα κόκκαλα να τα στιλβώσει ο θάνατος με μοιρολόγια, να τα πάρει μαζί στο μελαγχολικό του στρατί. Τελοσπάντων, κάναμε καταγραφές και σκέψεις αλλά η αυτοκτονιέρα δεν ολοκληρώθηκε ακριβώς, δεν έγινε σενάριο ή στίχοι ή διήγημα. Παρολαυτά η Ομόνοια παραμένει μια τούρτα μνημοσύνου που τόσο εύστοχα έγραψε ο Ιωάννου.

Λίγες μέρες αργότερα ένα email έφτασε στο inbox του Σαμσών, ήμουν σε ένα χιονισμένο κρεβάτι και μετρούσα τα σκονισμένα προσευχητάρια και τις εικονίτσες δίπλα από τις φυάλες οξυγόνου στα δωμάτια του κτιρίου, τα άσπρα άγρια άλογα που κάλπαζαν στις έλικες του ταλαιπωρημένου μου μυαλού και τις φορές που ανοιγόκλεινε τα μάτια του ο ελέφαντας στον θάλαμό μου. 

Το ταμπού πρέπει να σπάσει και οι ιδανικοί (παρολίγον) αυτόχειρες να συγκεντρωθούν μπροστά στο άγαλμα του έκπτωτου άγγελου στην πλατεία Μεταξουργείου. Να κάνουν ένα μνημόσυνο των ζωών που τους έταξαν όταν ήταν παιδιά κι έπειτα τις μουτζούρωσαν με τη βίαιη ενηλικίωση, να ξαπλώσουν στο γρασίδι της κυκλικής πλατείας και να ατενίσουν ανάλαφροι τον αττικό ουρανό που κάποτε μπορεί να γίνει φιλικός για όλους μας.






(10.09, παγκόσμια ημέρα για την πρόληψη της αυτοκτονίας)