Σελίδες

Η ουρά της Γιαννούλας

  Η ζωή για πολλά πολλά χρόνια είναι κάτι που δεν μπορώ να ορίσω, καμία βεβαιότητα, συγχρονισμός ή τελειότητα, πολλές θολές στιγμές, αγάπη και θρήνος, μικρά θαύματα και γέλιο, αλληλεγγύη κι αλληλοφροντίδα. Ω!έχω δει κι έχω δώσει, έχω ακούσει κι έχω πάρει τόσα τόσα πολλά.

Έχω έναν και μόνο φόβο: να μην ξανακυλήσω στο σκοτάδι και γελάω, ξεκαρδίζομαι στη σκέψη πως η Α. που αρέσκεται στο να συζητάει αυτήν που έχει ορίσει σαν κακέκτυπό της, σαν παθολογική αντιγραφέα της (δηλαδή εμένα, σύμφωνα με τις καταγραφές από τις επισκέψεις που κάνω στο προφίλ της και στα γραπτά της , συν τα άρθρα που ξεσκονίζει στην ψυχιατρική και τα παραθέτει για να τα διαβάσω) έβαλε κι άλλους παίχτες στο παιχνίδι! Το έμαθα χθες το βράδυ διαβάζοντας την Λ. με την οποία κάποτε μιλούσα, την οποία κάποτε συμπαθούσα και παραδεχόμουν μέσα από τα κείμενά της και τις λίγες συνομιλίες μας. Τώρα πρέπει να την αποφύγω και αυτήν. “Μπράβο Α.”, θέλω να της πω, “κέρδισες και θα εξαφανιστώ! Κι ας υπάρχει το όνομά μου για να με υποδεικνύει αιώνια σαν κατηγορούμενη, κάτω από ένα δικό σου ποίημα για το οποίο ποτέ δεν σε ευχαρίστησα επάξια. Θα εξαφανιστώ μαζί με τα άσχημα ποιήματά μου, τις άσχημες φωτογραφίες μου, η άσχημη εγώ, που πως θα μπορούσα να έχω μορφή και υφή και γεύση και φωνή και μυρωδιά και οσμή και σάρκα και μαλλιά και όραση και τελικά υπόσταση ανθρώπινη ακόμα, χωρίς εσένα.”

Νομίζει, λοιπόν η Α.πως σκοτάδι είναι αυτή η διάγνωση που έχει στο κεφάλι της για εμένα, αυτό το διαταραγμένο ον που με θέλει η διάγνωση της να είμαι και που της έχει κάνει τη ζωή μαρτύριο, τόσα χρόνια, τόσα πολλά χρόνια όπως διαλαλεί και διαβεβαιώνει, τόση βία έχει δεχτεί από εμένα όπως διάβασα, μέχρι και “σκουπιδιάρα” με είπε η Λ. χωρίς να αξιολογείται καμία πιθανότητα η Α. να έχει ασκήσει την ίδια βία (κεκαλυμμένη όμως μόνο για εμένα την “ουρά”)που διατείνεται πως έχει υποστεί (μόνο μια ματιά σε πάμπολλα κείμενά της αρκεί για να το διαπιστώσει κανείς, αφού κριτικάρει τη μοναξιά μου, την σχέση μου με τον άντρα μου, το παιδί μου, το έργο μου σαν αντιγραφή, την ζωή μου σαν σαν υποκρισία, εφευρίσκει ακόμα και την ικανότητα να θέλω και τον πόνο της να υφαρπάξω όπως λέει απλώς και μόνο για να την προλάβω.  Μόνο δυο- τρεις Μυρτούδες και Αντώνηδες να ακούγατε μα τώρα και τη Λ. που κρίνουν μέχρι και την πλάτη μου ως όμοια αφού το είπε η Α. κι άρα είναι νόμος, έχει γράψει τόσα και τόσα για μένα μέχρι και ότι σχεδόν δεν είμαι εγώ και πως έχω μια αλλοιωμένη συνείδηση από τον φθόνο προς εκείνη, από το μίσος που πιστεύει πως τρέφω για εκείνη) μόνο στη σκέψη ότι την αντιγράφω και την παρακολουθώ και είμαι μια κλέφτρα ιδεών κι ένα παράσιτο στον κορμό της και σε αυτόν της τέχνης της. Μάλλον θεωρεί πως είμαι από τους ανθρώπους που έχουν ένα μόνο βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι τους. Δεν πείθεται, γιατί δεν θέλει να πειστεί, πως τίποτα από όσα θεωρεί για εμένα δεν θα τα θεωρούσε, αν ήμουν απλά μια άλλη, μια τυχαία ανάμεσα στις τυχαίες που μπορεί να σκρολάρει και να διαβάζει και να βλέπει ό,τι κι εγώ χωρίς να με νοιάζει να το αντιγράψω για να το μιμηθώ στερούμενη δικών μου ιδεών.

Αγαπητή Α., δεν ζηλεύω τίποτα δικό σου, δεν φθονώ κάτι που φτιάχνεις με τα χέρια σου κι αφού ακόμα και να μου αρέσει κάτι δικό σου δεν μπορώ να το δηλώσω, δεν πειράζει πια. Δεν σε μίσω, δεν σε μίσησα ποτέ γιατί δεν είμαι φτιαγμένη από φθηνά και ποταπά υλικά, ούτε εσένα μισώ ή φθονώ ούτε οτιδήποτε δικό σου. Λυπάμαι τόσο πολύ για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα μέσα σου, δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου αξίζει να πάθω επειδή διάβασα και κατέγραψα τα πάντα (τα δημόσια και φανερά) που αφορούσαν τελικά κι εμένα με έναν τρόπο. Τι μου αξίζει να πάθω επειδή υπήρξα τραγικά ανασφαλής και τρωτή μέσα στη σχέση μου με τον άντρα μου που πριν από εμένα αγάπησες ολοκληρωτικά κι εσύ; Ένας δημόσιος διασυρμός, ένα εξώδικο, μια μήνυση ή ένα λιντσάρισμα; Τίποτα από αυτά δεν θα σε ικανοποιούσε; Γιατί όλα μπορώ να τα υπομείνω, αφού ξέρω τη δική μου αλήθεια. Και η δική μου αλήθεια είναι αυτή που ήδη σου έχω πει, είναι αυτή που έγραψα ξανά πριν από λίγο. Κοίτα να δεις όμως, μπορώ να νιώθω τη βία που κι εσύ μου ασκείς κι ας την παραγνωρίζεις μπροστά στην θεωρούμενη δική μου “ψύχωση”. - ταμπέλα που μου φόρεσες από την πρώτη στιγμή. Ζήσε κι άσε με να ζήσω, μη με συζητάς, μην επιζητάς να παραδεχτώ κάτι που δεν είμαι, επειδή έτσι αποφάσισες μέσα στα χρόνια. Αν σε ευχαριστεί και πιστεύεις πως είμαι αδύναμη και αναληθής, ένα παράσιτο, κάτι νοσηρό, να το πιστεύεις. 

Κι εμένα δεν με νοιάζει. Γιατί αυτό που έχω στο δικό μου μυαλό, είναι το δικό μου δωμάτιο και η θέα του είναι εντελώς ιδιωτική κι αργότερα μετουσιώνεται σε λόγο και εικόνα κι ό,τι θελήσω.

Δεν σε φοβάμαι άλλο θα σου πω κι ας μην το ακούσεις η ίδια από εδώ κι ας σου το μεταφέρουν κακόπιστα μάτια, φτιαγμένα να παρακολουθούν ζωές άλλων που δεν γνωρίζουν (άλλωστε αυτά δεν κατασκοπεύουν για εσένα όπως πιστεύεις πως κάνω εγώ;)

Μην χάνεις άλλο την ευθυκρισία σου επειδή κάποτε σου είπα ίσως την μόνη αλήθεια που θα μπορούσες να παραδεχτείς από εμένα.

Αν είχε συμβεί  να βουτήξεις με το μικρό σου δαχτυλάκι στον θάνατο  όπως εγώ, θα γελούσες ειλικρινά, γιατί η ζωή είναι ένα τόσο αστείο πράγμα που κάποτε μας κόβει απότομα το γέλιο· σαν την ουρά σου που κόπηκε , την ουρά σου που ήμουν -τόσα χρόνια όπως λες- εγώ. Εγώ με τις άσχημες εικόνες, τα άσχημα ποιήματα, εγώ που για να υπάρξω τελικά έχω ανάγκη εσένα, ε;