Σελίδες

Έρχεται την σκοτεινότερη ώρα

και με βρίσκει ανάσκελη 

κοιτάω την τρύπα στο ταβάνι 

αναρωτιέμαι πως την έσκαψα

σαν τυφλοπόντικας τόσο καιρό

ψάχνω στο τούνελ τις φίλες μου 

που έταξαν αφοσίωση,τηλεφωνήματα 

κάτι κατάλαβα με σαφήνεια λάθος 

ο κόσμος έχει προβλήματα  

πεθαίνει από τη ζέστη ο νέος του μόχθου 

δολοφονούν τη γυναίκα αλλοιώνοντάς της 

το πρόσωπο επειδή τη μισούν 

η πόλη γεννάει σωρηδόν την ασχήμια 

ο κόσμος τη συντηρεί χωρίς σκέψη 

εμένα τα νέα μου γράφονται 

για όσο βράζει έν’αυγό

είναι τα ίδια με κάθε χρόνου θλίψη

οι τοίχοι του σπιτιού την ακούν καθημερινά

αλλά όχι οι φίλες μου που 

με φιλάνε σταυρωτά 

με αγκαλιάζουν μητρικά 

χαίρονται με τα νέα και τον φτηνό θρίαμβο 

τόσο που τα έντερα και το στομάχι μου 

πάλλονται σε ένα τανγκό σουρεάλ

ό,τι φυλακισμένο μέσα μου κρύβεται πάντα κάπου φρικτά απέθαντο καιροφυλακτεί 

να με τραντάξει κάθε φορά που 

θα νιώσω μόνη κι εξαρτημένη 

κάθε φορά που θα τελειώσει ο καφές ή

το κρασί απ’ το ποτήρι μου

οι κουβέντες και η ζεστασιά δεν είναι τίποτα σωτήριο 

αν μέσα μου δεν έχει βολευτεί για τα καλά 

ένας κατάδικός μου ήλιος