Ένα ανέφελο μέτωπο είχα
σαν παιδί κι έπλεα προς
κάθε κατεύθυνση του καιρού χωρίς
να λογαριάζω ανθρώπους και φόβητρα.
Μεγαλώνοντας βρήκα εμπόδια
μου άρεσε να κάνω δρασκελιές και
να τα προσπερνώ γελώντας ώσπου
ένα με καπέλωσε
κι έμεινα έντομο σε ιστό
ταράζοντας τα ισχνά ινίδια
με τη φωνή μου
και μην καταφέρνοντας οριστικό τραύμα
αφέθηκα στο μούχρωμα.
Χρόνια πέρασαν ως τη φωτιά που
με ξύπνησε ,ζωντανή ακόμα,
τινάχτηκα σε μεταμόρφωση
εγκαταλείποντας τη σκοτεινή βολή μου.
Τα άκρα μου ώντας αδύναμα
θέλησαν τροφή βρήκαν
αποφάγια,σκουπίδια σωρό,
ως τη στιγμή που έλαμψε ένα στολίδι.
Το κατασπάραξα.
Ζει μέσα μου,μαύρο σαν κατακάθι,
κι εγώ μέσα από εκείνο
κι οι δυο μας, ζεστές σαν νεοσσούς
μεγαλώνουμε τις μέρες μας.