Σελίδες

Κάποια στιγμή κι έπειτα από εμμονικους
κύκλους γύρω από την πλατεία της Ομόνοιας αποφάσισα να σταματήσω, ώστε να γίνει πια ένας απολογισμός. Οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με προβλέψεις για τα επερχόμενα πολιτικά, λίγοι επεκτάθηκαν σε κάτι πιο συνταρακτικό από την καθημερινή τους ρουτίνα του καφέ και της επιφανειακής περισυλλογής, η οπτασία του ιδανικού αυτόχειρα (θα ήταν το δίχως άλλο, αν πηδουσε από τα κιγκλιδωματα έπειτα κι από όλη αυτήν την διόλου συναισθηματική, μα αναντιρρητα δημοσιογραφικη βιντεοσκοπικη κάλυψη από τις οθόνες των κινητών τηλεφώνων) μου γνέφει με το αριστερό χέρι σαν τον Πετρουσκα πάνω από τις στέγες των σπιτιών σε ένα μακρινό όραμα, η άστεγη κυρία ποτίζει τις γλάστρες της με ευλάβεια και φροντίδα ανεπιτήδευτα, το παιδί κάνει όμως την κίνηση ματ· ρίχνει το αυτοκινητάκι το κόκκινο, το δευτερόλεπτο ακριβώς πριν ανάψει το κόκκινο, πριν δοθεί το σήμα να παύσουμε όλοι. Το παιδί σταμάτησε τον χρόνο της κανονικότητας και τώρα υφίσταται μόνο ο ποιητικός χρόνος και από δω ξεκινάει η μεταμόρφωση μου σε διαττοντα άγγελο. Από εδώ ως τον ουρανό, ο ουρανός είναι κάτω και βρίθει σύννεφων, θα πέσω στα μαλακά και σαν σε τραμπολινο θα επιστρέψω για να συνεχίσω αλλά πλέον σοφή ως προς τον χρόνο μου που ανήκει στους άλλους.