Σελίδες

lapsus memoriae



Τις χειρότερες σκέψεις δεν τις είδε
έγιναν μόνες, στιγμιαία σε πνιχτό σκοτάδι
από τον ίδιο λαμπρό νου που αγαπάει
αμφιβολίες και σιωπή τυλίχτηκε παλτό
τραβώντας τα μανίκια υποτάχτηκε
δεν είναι ούτε μοίρα ούτε τύχη
είναι έτσι τα πράγματα
επανάληψη εβδομαδιαίως και χάνει πόντους
την τελευταία φορά είχε το ύψος ενός χρονιάρικου αρνιού
ταχύτητα αιωνόβιας χελώνας , αργόσυρτο μυαλό αγελάδας
 συναισθήματα μεμψίμοιρου κύκνου και φωνή μάινας
"Δενείμαιαυτόπουέφτιαξεσμετοκουρασμένομυαλό"
πνίγηκε στην αντίφαση των σκέψεών του
χωρίς διάθεση να του συγχωρέσει το οτιδήποτε
στον πάτο της λίμνης φέγγιζε το μέχρι του.



βόλτα στη χιλή

κατά μήκος της μαύρης παλίρροιας
με βουλωμένα αυτιά, η μουσική θρόιζε
περπατούσα, δείλιαζα και περπατούσα
έριχνα στρατιώτες νεκρούς με μια λέξη: πείνα
κι όταν κόντευαν να μου βγουν τα σωθικά απ'τη ναυτία
ούρλιαζα δυνατά στα βράχια , ήρεμη
χωρίς ίμερο, ξεφορτώθηκα αυτόν που με κρατούσε
η λούπα με εγκλώβιζε μέσα της
ασφαλής στα σκοτάδια , άκριτη
μελαχρίνη ξανά, με μια σχισμή στον καρπό
παρατηρούσα τα λάθη : γέμιζαν σαν βδέλλες τις κοιλιές τους
το στόμα ακόμα μυρίζει φρούτα, δώρα παγίδες
έφυγα δέκα χρόνια πριν και αλώβητη ταξιδεύω
συναντώ εμένα κι εμένα κι εμένα
χωρίς πόνους με μια νέα ζωή στην αγκαλιά
ο θρήνος πνίγηκε στα ρηχά
κι έμεινε άταφος