Σελίδες

blonde Zöpfe



Το κορίτσι είχε δυο χοντρές πλεξούδες

σαν μέλι και σαν χρυσή κλωστή 


τις έκοψε και τις αποχωρίστηκε 

βίαια όπως τα βατόμουρα 

τον μίσχο τους 

ένα κρύο πρωινό 


πριν το μάθω,της δώρισα 

δυο κοκαλάκια για τα μαλλιά

το μόνο που σκεφτόμουν 

ήταν αυτά, τα μαλλιά της

που τα τύλιγε σαν παλτό 

γύρω απ’τους ώμους ή

τα στόλιζε λουλούδια



τυφλώθηκα από την ομορφιά και

την στιλπνότητά τους

έκανα ένα δώρο που την πόνεσε 

-κι άλλο, την πόνεσε, κι άλλο!-

ένα δώρο άχρηστο


δεν με κατάπινε η γη;


από τότε

καλώ τα πνεύματα των μητέρων μας

κάνουμε ξόρκια 

για να πατάει χωρίς πόνο 

να αναπνέει χωρίς κόπο 

να γελάει χωρίς λυγμό


για να φυτρώσουν οι πλεξούδες 

να διώξουν 

τις τρομερές της ώρες 

και να στολιστούν

τα κοκαλάκια 


ξέρω πως δεν χρειάζεται 

ανόητα ψιθυρίσματα

αλλά πονάω που νιώθω ανήμπορη 

να δώσω λύσεις

Μα , ας το πω,

στο διάολο η δική μου ανημπόρια

αυτό είναι ένα ποίημα για εκείνη 

που είναι φάρος για τον δικό μου ζόφο

και θέλει να ζήσει 

τη στιγμή που άνθρωποι 

(όπως εγώ)

μπορούσαν με μια χούφτα χάπια

να πετάξουν τη ζωή τους 

στα σκουπίδια 

όπως θα έκαναν 

με ένα ζευγάρι πολύχρωμα 

άχρηστα 

κοκαλάκια 




(Αύγουστος 2022, Κρήτη, Νότιο Ρέθυμνο -

για την Δανάη)