Σελίδες

η φρυκτωρία με βρίσκει καθισμένη σ’ένα πεζούλι


μέρες περίμενα να πεθάνεις μήνες τελικά κοιμόμουν ξυπνούσα κάπνιζα 

κάτι έπινα κι άκουγα μια μουσική δυνατά για να μη συντονίζω την σκέψη μου 

στο τώρα ενώ έμπαινες στη λίστα 

για δωρητής οργάνων ακούς μαμά 

τι σου λέω; το αγόρι που είχα κάποτε κι αγαπούσα από την κορυφή ως 

τ’ ακροδάχτυλα μαμά πεθαίνει 

μα η μαμά δεν άκουγε ούτε ο μπαμπάς 

δεν γίνεται να πονάει έτσι το παιδί μας και είναι άδικο που πεθαίνει 

το ξέρουμε• εσύ πρέπει να συνεχίζεις τη ζωή σου και δεν μπορώ δεν μπορώ να τον σώσω αυτός είναι παιδί άλλων γονιών αυτός πεθαίνει πέθανε και η μέρα που πεθαίνει παίζει στο ριπίτ σαν εκκρεμές του χαμένου μας χρόνου εγώ σκίζομαι και κάνω τρυπούλες την μελλοντική απουσία πάνω στο δέρμα μου είμαι χιλιόμετρα μακριά από τον Ευαγγελισμό και διαβάζω 

στην φυσιολογία ανθρώπου πως 

ο χειρότερος θάνατος είναι αυτός που συμβαίνει από ασφυξία (προσθέτω σαν υποσημείωση πως ο επίσης χειρότερος  θάνατος είναι να πεθαίνεις και να μένεις ζωντανή κουβαλώντας το σκέλεθρο μιας ζωής)

όταν φτάνω μοιράζω αντισηπτικά μαντηλάκια σε όλα τα παιδιά έξω από τη ΜΕΘ μα πόσο μισητό ακρωνύμιο μεθ μεθάω μέθη μέθεξη μεθάνατο μεθ μεθαύριο μεθανιώνω μεθανάλη μεθάνατος θάνατος εν τόπω χλοερώ

εν τόπω αναψύξεως έρχομαι να σε δω κρύο το σπίτι σου α! μια στάλα δροσιάς μέσα στο καλοκαίρι το μάρμαρο 

να ακουμπήσω το μάγουλό μου ν’ ακούσω την καρδιά σου; προηγουμένως είδα 

την τελευταία ελπίδα στα μάτια της μανούλας σου αφού δεν μπόρεσα να 

σ’ αναστήσω πάει κι αυτή  πάρτην κάτω το ερεβώδες κενό τα μάτια σου τι έπαθαν πουλάκι μου και βάρυναν τα σφράγισαν 

με γάζες άσπρη ταινία γιατί κανείς δεν σκουπίζει το αίμα από το στόμα σου; γιατί δε μου μιλάς; η μιλιά σου που πήγε; που πάει η φωνή σου τώρα που πέθανες αφού είναι ακόμα κάπου σφηνωμένη σε μια δική μου σύναψη που ορκίζομαι διατηρώ ανέπαφη αλλά να η φωνή σου δεν βγαίνει από το δικό μου στόμα τόσο αστεία ή μισοσοβαρή ή τόσο οτιδήποτε υπήρξε όταν ήταν δίκη σου πρώτα κι έτσι νιώθω πως όλα τα λέω λάθος; να πάρω τώρα 

το σφυρί που έχουν σε όλα τα βαγόνια του μετρό το πάντα κόκκινο να σπάσω το τζάμι απ’ το φέρετρό σου κι ας πουν μετά πως τρελάθηκα μα κανείς δεν σκέφτηκε πως θα κοπείς εκεί μέσα αν θρυμματιστεί το γυαλί από τα κλάματα;