Σελίδες

 ήθελα να πω μια λέξη μα την ξεχνάω τα τελευταία τριανταεπτά χρόνια αντ'αυτού απλώνω τη σιωπή μου παντού ευχαριστώ τους γονείς μου που είμαι εμένα για όσα ζω και λυπώ το χώμα έχει υπομονή κι όσο νωτίζεται ημερεύει σαν ένα άλογο που μόλις εξημερώθηκε σήμερα τσούλησαν οι ρόδες του αυτοκινήτου έτσι που δεν καταλάβαινα αν πάω μπρος ή πίσω έμεινα σε ένα μετέωρο λεπτό χωρίς ανάσα κι έπεσα πάνω στο φορτηγό που πέρασε από μπροστά μου τα αυτιά κάπως χάσανε την ακοή τους αλλά ειλικρινά δεν πάθαμε τίποτα μόνο που έφταιγα και κάναμε στην άκρη ο άλλος γέλαγε κάπως ή μου φάνηκε αφού φορούσαμε μάσκες και οι δύο μα ευτυχώς δεν χρειάστηκαν διαδικαστικά μου ισιωσε λίγο την μπροστινή πινακίδα και συνεχίσαμε εγώ ανέβαινα προς την Αγίας Γλυκερίας κι ο άλλος κατέβαινε και χωριστήκαμε συνέχισα με ένα μισογδαρμένο αμάξι και τα ράμματα με έσφιγγαν αλλά όλα πολύ καλά είμαι πάντα ζωντανή και στέκομαι πανικόβλητη μέσα στην καραντίνα που ήρθε πάλι να σαρώσει την λίγη λογική που απομένει και προσπαθώ να τη διαφυλάξω κάνοντας όμορφα πράγματα με τις φωτογραφίες μου που βρήκαν όλα αποδέκτες λίγο διάβασμα ή πολύ ανάλογα με την πνευματική ενάργεια οι σκέψεις μου τριγυρίζουν και συνθέτουν κάτι που θα μπει σε ένα συλλογικό έργο και είναι φόρος τιμής σε ανθρώπους που υπήρξαν αόρατοι την ώρα του θανάτου τους ο θάνατος που σφραγίζεται με σελοφάν στις μέρες μας και μοιάζει αποστειρωμένος ενώ ο θρήνος είναι ατελής και τον απωθούμε νιώθω τόσα πολλά κουσούρια να συσσωρεύονται τόση πολλή ασχήμια και κακοήθεια που δεν ξέρω πως θα ξορκιστούν ο ζόφος είναι παντού και φωλιάζει ακόμα και στα λουλούδια μα οι μέρες του ήλιου μοιάζουν λίγες φυλακισμένες σε κεχριμπάρι