Σελίδες

(Αν γράφουμε, γράφουμε γιατί αρχίζει η φωτιά και καίει τα πόδια μας.)*


Θα γράφω πάντα αναστενάρισσα 
γι'αυτά που καταχωνιάζω 
στην ψυχούλα μου

η φωτιά προχωράει,
καίει το όπισθεν των γονάτων 
πονάω όσο δεν φαντάζεσαι 
τί σκληρότητα, τί ανάλγητη ψυχή 
προβάλουν οι άνθρωποι μέσα κι έξω τους

Πόσο πέτρινοι γίνονται για 
να τα βγάλουν πέρα  
ασφαλίζουν τα μάτια από την ομορφιά 
για να μην πονούν κι η ψυχή τους βορά
στη σκληρότητα και τον αφανισμό 

Θυμάμαι πως έχω έναν χαμένο αδερφό 
τρυφερό τον άφησα, βράζαμε αυγά στον ήλιο 
τον αγαπούσα μα χάθηκε και πρόφτασε 
να γίνει κάτι που δεν γνωρίζω 

Όταν η φωτιά φτάνει στα πνευμόνια 
αργά η ανάσα λιγοστεύει
γράφω για τον περίκλειστο χώρο ψυχής 
που απομένει· ελευθερία να νιώθω! 

Ο εαυτός που έμεινε να προστατευτεί 
προπορεύεται 
οι στάχτες τον έθρεψαν

Από την ίδια μήτρα βγήκαμε 
η κατάληξη είναι απόκλιση και μάχη 
η σιωπή μου είναι θάνατος που 
θα υποστώ για χάρη του· 
μάταιο να ζητάς σεβασμό από πέτρινα κεφάλια 

το αυτάδελφο μυαλό με απωθεί 
οι σκέψεις και η αλλόκοτη ματιά 
κρίμα δεν όρισα ποτέ για άνθρωπο 
μα έλαχε τώρα να το πω 
για να τον κλάψω 


*τίτλος δανεισμένος από τον Βασίλη Μάγγο, στον οποίο δίνεται το παρόν ποίημα ως κάτι ελάχιστο για τον άδικο χαμό του, εις μνήμην