Σελίδες

[a]


Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μου, λίγο πριν μα κυρίως μετά τα τριάντα, έχει συμβεί να έχω επεισόδια αφαγίας. Συνήθως, κρατούν τρεις με τέσσερις μέρες και τότε τρέφομαι με καφέ, ίσως κάποιο κουλουράκι και στην καλύτερη περίπτωση  με ένα μπολ μακαρόνια με τυρί. Είναι μέρες που διαρκούν πολύ, περπατούν τόσο αργά, όπως ένα βραδυκίνητο ζώο που παρατηρώντας το, ανυπομονεί κανείς να δει κινητικότητα στο διπλανό ή πίσω πόδι. Είναι μέρες, μέσα στις οποίες, η σκέψη έχει μια αέναη ροή, δημιουργεί κι άλλο χάος στο ταλαιπωρημένο μυαλό , κάνοντας το φως της διεξόδου αδιόρατο.

Γνωρίζω πολύ καλά πως έχουν τέλος αυτές οι μέρες, ας πούμε, θα μπορούσα αν ένας μικρός ρόμπιν μου ανακοίνωνε την ακριβή έλευσή τους κάθε φορά, να σημειώνω μαύρα κουτάκια στο ημερολόγιο, ώστε να  προετοιμάζω καλύτερα τη δίαιτά μου, ίσως να προσπαθούσα να με ξεγελάω με κάτι νόστιμο, ζουμερό και χρωματιστό όπως τα λουλούδια ή ένα ζελέ φρούτων, μα κυρίως να κουρδίζω αυτό το πιάνο των ημερών που παίζει ένα ρέκβιεμ ατέρμονο σαν να μου λέει πως είμαι χαμένη από χέρι, σε ένα λίγο πιο χαρούμενο τέμπο.

Το οξυγόνο στο δωμάτιο είναι επαρκές για εμένα και τις σελίδες των βιβλίων που στρώνω στο πάτωμα για αρμονική θερμοκρασία- η ομοιόστασή μου λειτουργεί διαφορετικά γενικώς. Τις χρειάζομαι αυτές τις λέξεις των σελίδων για να επιβιώσω από το αντίθετο μιας πείνας που με κατατρώει μεθοδικά και ύπουλα.


-καταχώριση ημερολογίου-


Τρίτη μέρα με καφέ και πασχαλινά κουλούρια, νερό, νερό, νερό, λίγες τσιχλόφουσκες και αντικαταθλιπτικά χάπια, μια φέτα βούτυρο με μέλι από ρείκι.