Σελίδες

Η μυρωδιά του νοσοκομείου



Νιώθω μια δυσεύρετη οικειότητα
όταν μπαίνω σε νοσοκομεία.
Η ψυχίατρος θα εστίαζε σε μακρινές
μνήμες και θα είχε δίκιο· 

κάθε μεσημέρι, μετά το σχολείο,
ανηφοριζα τον δρόμο όπου τώρα
βρίσκεται  το τελευταίο μας σπίτι
Αν η μαμά είχε δουλειά,
έπρεπε να περιμένω. 

Θυμάμαι τις νοσοκόμες,
έμοιαζαν με γιαγιάδες
ντυμένες στα λευκά, πάντα
με φίλευαν κομπόστα ροδάκινο και
αφράτο ψωμί με μέλι· 

έπαιζα με σύριγγες και ουροσυλλεκτες
Βολταρα ανενόχλητο στους φωτεινούς
αεροδιαδρομους, ανυποψίαστο
για πόνο ή θάνατο. 

Εξαργυρωνα την παιδικότητα
με ελευθερία σαν να ήξερα
πόσο ανάγκη
την έχω τώρα.

(Όλα αυτά σε κάποιον που φοβάται την ιδέα και μόνο της αρρώστιας, πόσο μάλλον του τερματισμού της ζωής, άρα και του τόπου που την φιλοξενεί σε αυτά τα ύστατα στάδια, ακούγονται ετερόκλητα και μάλλον ακατάλληλα για συνθήκες ζωής ενός παιδιού του δημοτικού σχολείου. Μα εγώ, ευτυχώς, δεν υπήρξα άρρωστη. Απλώς ο μπαμπάς μου ήταν γιατρός και η μαμά μου νοσηλεύτρια. Ήταν πάντα εκεί και ένιωθα εύλογα πως ο τόπος αυτός ήταν κάτι σαν σπίτι. Ετσι την τελευταία φορά που επισκέφτηκα το νοσοκομείο, αν και δεν έχω απόλυτη συνείδηση των γεγονότων, πίστευα πως σαν σκιες στέκονταν κι αυτός κι αυτή, φροντιστικες φιγούρες, ανάμεσα σε όσους μου μίλησαν και με γιατρεψαν τότε. Κι αυτό ήταν κάτι παρήγορο. )