Σελίδες

poco

Όταν έρχομαι εδώ , θυμάμαι πως ο καιρός είναι πάντα διαφορετικός, πιο γκρίζος, πιο κρύος -σχεδόν πάντα βροχερός κι ας έχει στην Αθήνα καλοκαίρι. Με φωνάζουν με όνομα δισύλλαβο όλοι σ'αυτό το παλιό τεράστιο σπίτι με τις ψηλές πόρτες που στη μέση τους φιγουράρουν πορσελάνινα στρογυλά κατάλευκα πόμολα γαρνιρισμένα με μπρούτζινες ροζέτες. "Όλοι" σημαίνει και περαστικοί και οι μόνιμοι δυο κάτοικοί του που το άθροισμα των ηλικιών τους είναι λίγο μεγαλύτερο απ'αυτό των τεσσάρων δικών μας. Μα πότε μεγαλώσαμε τόσο και έφτασα να είμαι η πιο κοντή από τους τρεις ψηλούς κανακάρηδες της μάνας; Μέσα σ'αυτ'ο το σπίτι όταν μαζευόμαστε όλοι-όλοι, έχω άντρα και μια μικρή αδερφή γλυκιά με πελώρια μάτια.
Ήρθα με λαχτάρα αυτή τη φορά. Να δω, να μυρίσω, να νιώσω τη θαλπωρή του πατρικού. Μια περίεργη διάθεση για μοναχικότητα είχα και ταυτόχρονα την αίσθηση πως τώρα είμαι πιο πλήρης από όσο θα είμαι ποτέ. Ίσως επειδή τους έχω εδώ μπροστά μου τους αγαπημένους, να μπορώ να μαγειρεύω γι'αυτούς -έστω και ντοματόσουπα,να τους αγκαλιάζω ,να τους μιλάω,να κάνουμε αστεία, να τους πειράζω. Μα το ΄χερι του μπαμπά που έτρεμε και τα μάτια του μου λένε άλλα, πιο θλιβερά, που δε θέλω τώρα να σκεφτώ αφού ο κόμπος στο λαιμό μεγαλώνει και οι λέξεις χτυπάνε στον ουρανίσκο.
Τα μεγάλα σπίτια είναι τρομακτικά και τα παράθυρά τους τρίζουν άμα είναι άδεια. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά που καλοκαίρι ένα μακρινό είχα μείνει μόνη εδώ, να διαβάζω τάχα, και μ'όλα τα παράθυρα ανοιχτά να φυσαει, γινόμουν ένα με το πάτωμα καπνίζοντας άφιλτρα πολυκαιρισμένα camel κι άκουγα τον μοναδικό δίσκο που έχω από τους Simon&Garfankel. Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο μόνη και η ανακούφισή μου όταν γέμισε το σπίτι ήταν ανακατεμένη με ευγνωμοσύνη.
Εδώ, λοιπόν, σ'αυτή την μικρή πόλη που είναι κρυμμένη στο οροπέδιο,ερχόμαστε συχνά-πυκνά και αναβιώνουμε στιγμές οικογένειας που μου λείπουν ,είναι η αλήθεια. Έμαθες να σου αρέσει κι ας παραπονιέσαι πως το 'χουμε κάνει Κολιάτσου -Παγκράτι.Δεν είναι η πιο καλαίσθητη πόλη, ούτε έχει κάτι το ιδιαίτερο.Δεν την αγαπώ, μα αγαπώ το γεμάτο σπίτι μου εδώ, τα σεμεδάκια της γιαγιάς, προίκα της μαμάς, τα ξύλινα πατώματα και μερικά παλιά αντικείμενα που δε θα τα δεις σε σπίτια μοντέρνα και σικάτα- μα ποιος νοιάστηκε; Κυρίως οι μυρωδιές εδώ είναι που δημιουργούν έναν ψευτομικρόκοσμο ασφάλειας και με καθησυχάζουν. Όπου κι αν πήγα δεν την βρήκα αλλού αυτή τη μυρωδιά κι ας προσπαθώ άτσαλα να φτιάχνω κάθε μου σπίτι γεμάτο με τζάντζαλα και χρώματα και φωτάκια και τούλια και κουνουπιέρες για να νιώθω εκεί την ίδια ζέστη.Παράξενο, που θέλω να είμαι ανεξάρτητη και μου λείπουν πράγματα που μικρότερη ήθελα να φύγω απ΄αυτά. Μα τώρα μάλλον νιώθω πιο σοφή και κατασταλλαγμένη κι ίσως περισσότερο να εκτιμώ όσα μου προσφέρονται.

sur le fil



Έβαλα αυτό το ένα και μοναδικό κομμάτι με το βιολί που μου τρυπάει το μυαλό να παίζει κι ύστερα πέταξα τον αλουμινένιο κεσέ με τις μελιζάνες ιμάμ της μαμάς να ζεσταθεί στους διακόσιους κι όταν το έβγαλα η μυρωδιά του υλικού με πήγε πέντε χρόνια πίσω σε μια κουζίνα οχτακόσιαπενήντα χιλιόμετρα μακρυά έβλεπε ακάλυπτο θυμάμαι και το μπαλκόνι μιας στριφνής ξανθιάς σαν μπομπότας γριάς που φώναζε όταν βάζαμε τη μουσική δυνατά μα χεστήκαμε εμείς τότε και θυμήθηκα την άλλη την έξαλλη γειτόνισσα με τους θριαμβευτικούς οργασμούς και τα τιγρέ σεντόνια που μας παραπονιότανε όταν πέζαμε τάβλι έξι ώρα τ'απόγευμα στο στενό μπαλκόνι πλάτους πενήντα εκατοστών μα ειλικρινά δεν με νοιάζουν όλα αυτά όπως και τότε άλλωστε όμως η μοναξιά που τριγύριζε τότε μέσα στα κόκκαλά μού που μου επιβλήθηκε χωρίς να την αποζητώ ήταν σκληρή και θυμάμαι μου άφησε για πολύ καιρό σημάδια ένας φόβος ήρθε να καθίσει πάνω στο κατσαρό μου κεφάλι και ψιθύριζε νωχελικά πως είναι εδώ για πάντα και πως εγώ ότι κι αν κάνω δεν τον στέλνω μακρυά κι ύστερα τινάχτηκα κι εκείνος πέταξε χασκογελώντας κι ένιωσα να υποφέρω κι ο ιδρώτας βραδικίνητος να σέρνεται στους κόμπους της πλάτης μου και να φωλιάζει στα λακουβάκια της μέσης κι ήταν τέτοια η ανατριχίλα που δε θέλω να το ξαναμυρίσω αυτόν τον αλουμινένιο κεσέ και να καταπίνω τη λύπη αμάσητη χωρίς να έχω το δικαίωμα να πνίγομαι όπως τότε

Μα όχι,η παράγραφος άλλαξε κι έχει στίξη και η πόλη με τον φάρο σηματοδότη είναι μακρυά όπως κι ο σταθμός των τρένων και οι συχνές του στάσεις που από τη Θεσσαλονίκη και πάνω μου έφερναν ταχυπαλμίες, θυμάμαι.Και ίσως μόνο όταν τσουλάγαμε ανάποδα με προορισμό την Αθήνα παραδεχόμουν πως η Ξάνθη θα είναι για πάντα η αγαπημένη μου πόλη στο βορρά και  πως λίγο  μπορεί να αγαπάω ένας μικρό ραδιοσταθμό στις Σέρρες, μα τίποτε άλλο. Όλα τα άλλα μου κάθισαν ανάποδα και τα αποδιώχνω και μαζί όσους ανθρώπους γνώρισα εκεί. Γι' αυτό και η αρχή που έκανα πριν τρία χρόνια ήταν μοναδική κι ας ήταν τόσο δύσκολο να το αποφασίσω. Μα είμαι περήφανη που ξεπέρασα όλα αυτά και ούτε μια τύψη ή μετάνοια έχω πάθει από τότε. Έμελλε να ξεκινήσω εδώ τη ζωή μου, στην πιο γκρίζα πόλη με την απροσωπία και την μοναξιά να στοιβάζεται στις κεραίες των σπιτιών.Μα δεν με νοιάζει γιατί εδώ δεν νιώθω τόσο μόνη. Ό,τι κι αν μυρίζω, ό,τι κι αν ακούω ,υπάρχουν πέντε πράγματα που αγαπώ εδώ και δεν χρειάζεται περισσότερα να είναι.Υπάρχουν και πέντε άνθρωποι που αγαπάω ,μ'αγαπούν ,ανάμεσα στα εκατομμύρια κι αυτό μου φτάνει αφού και βελόνα στ' άχυρα να έψαχνα δεν θα την έβρισκα.Νιώθω τυχερή λοιπόν.