Σελίδες

εφτά μαύρα φορέματα

Τη νύχτα που το φορούσες είχες τα νύχια σου βαμμένα μωβ και τα μάτια σου σκούρα. Οι μπούκλες σου ξανθές και το βλέμμα σου φορτωμένο σκέψεις. "Eres muy bonita!" σου είπε με έκσταση ο ισπανός με τα παιδικά μάτια.Τον πίστεψες-δεν διεκδικούσε κάτι από εσένα. Βότκες, μακαρόνια, πατατάκια και λοιπά λέρωναν το πάτωμα. Φωνές βούιζαν τριγύρω κι εσύ κρεμόσουν από τα κάγκελα , ρίχνοντας το κεφάλι στο κενό ενώ ο λαβύρινθος μέσα στο αυτί σου παλλόταν από την πιο θλιμμένη μουσική.
 Ήταν απόγευμα όταν έτρεχες να τους συναντήσεις. Αργοπορημένη όπως πάντα χωρίς άγχος μήπως σε παρεξηγήσουν. Οι ελιές μέσα στις γλάστρες και ο ουρανός από γυαλί μαζί με τα μικροσκοπικά φωτάκια να λαμπυρίζουν στο χώρο, σου έφτιαξαν τη διάθεση. Πίνατε μπύρες και γελούσατε με την πράσινη τσίχλα που κόλλησε αυθάδικα πάνω στο ολοκαίνουργιο μαύρο σου φουρό. Η Λήδα είχε τα πιο όμορφα μάτια που είχες δει ποτέ, εκείνη τη μέρα.
 Διαλεγμένο με προσοχή ,όπως και τα προηγούμενα, με μια αγάπη για το χρώμα του, συμβολικό της εμμονής σου με τη μελαγχολία, το φόρεσες Ιούλιο μήνα στα γενέθλια του πιο αγαπημένου. Έκλεινε τα 57. Ο κήπος είχε λογής λουλούδια και είμασταν όλοι εκεί για να του ευχηθούμε.Στην παρέα και μια μικρή κοπέλα που δε θα έβγαζες από την καρδιά σου τα επόμενα χρόνια. Οι ώμοι σου ήταν ακάλυπτοι και η μοναδική παραφωνία στο μαύρο ήταν η λεπτή, λευκή κορδέλα που έδενε κάτω από το στήθος.
Με τα πόδια γυμνά, στολισμένα με πέδιλα είχες χωρέσει σε εκείνο το μαλακό βαμβακερό ύφασμα που άφηνε εκτεθειμένη την πλάτη σου και τις κλείδες καθώς έπεφτε καταλήγοντας σε αυλάκια στα γόνατά σου.Είδες, τότε,το πιο όμορφο φυλαχτό, ένα ξύλινο σκαλιστό να κρέμεται στο λαιμό ενός φίλου διαλεχτού.Σου είπε πως η γυναίκα που του το έδωσε ήταν από χώρα μακρινή και ζεστή. Τη θυμάσαι να κοιτά έναν καθρέφτη σ'εκείνη τη φωτογραφία με το στήθος της ξεσκέπαστο-τόσο όμορφη ,τόσο εκφραστική. Είχες θαυμάσει πολύ αυτόν τον έρωτα και οι τρίχες στο μπράτσο σου ανασηκώθηκαν.

Ο Σεπτέμβρης ,δυο χρόνια πριν, ήταν από τους όμορφους που σε είχαν υποδεχτεί,με υποσχέσεις για  ξεκινήματα και προόδους. Βγήκες από τον ηλεκτρικό κι έφτασες στον πεζόδρομο του Θησείου. Ο φίλος και η φίλη που σε περίμεναν σε είχαν δει από μακρυά. Ήταν κοντό το φόρεμα με μανίκια μακρυά που κάθε τόσο τα τραβούσες , να καλύψουν τα δάχτυλα αφού έτρεμαν από το κρύο.Ο Χρήστος  σου δώρισε ένα άτσαλο κομπλιμέντο για τα ασπρουλιάρικα πόδια σου κι έσκασε σε γέλια τρανταχτά. Του φώναξες αστείες απειλές κι άλλα φανταστικά μαλώματα.
Το σιδέρωνες προσεκτικά, να μην το τσακίσεις.Ήταν μακρύ, έδενε στο λαιμό,τόνιζε τη μέση κι έφτανε μέχρι τους αστραγάλους σου.Το στόλισες με μια ζώνη φορτωμένη ασημένιες πόρπες κι ένα ζευγάρι σανδάλια.Βγήκες. Νύχτα fantaseed με χορούς τρελούς και πράσινες μπύρες να γεμίζουν τα μάτια και το στομάχι σου. Κέφι μέχρι τις ρίζες των μαλλιών και η αίσθηση πως το χρυσόψαρο και ο μικρός αδερφός δε θα χαθούν από τη ζωή σου, γιατί έτσι.
Τον φαντάστηκες να σε γδύνει από εκείνη την πρώτη νύχτα.Το φόρεμα με τα τούλια στο τελείωμα που σ' έκανε να μοιάζεις μπαλαρίνα θα έπεφτε στο μωσαϊκό του λίγες μέρες αργότερα. Είχες βαλθεί να ξεριζώσεις όσο τρυπητό ύφασμα σκέπαζε το στέρνο σου καθώς διαρκώς το τραβούσες προς τα πάνω.Κίνηση χαρακτηριστική της αμηχανίας σου για τον όμορφο μελαχρινό που καθόταν αντικριστά σου. Αερικά και εισιτήρια από φωνές τραγουδιστών προσπαθούσαν μάταια να σου αποσπάσουν την προσοχή.Ήθελες να χωθείς στο στόμα του ή στην αγκαλιά του ή στα μάτια του-όλα αυτά που αργότερα συνέβησαν αβίαστα.Από τότε έγινε το αγαπημένο σου μαύρο ρούχο.