Σελίδες

Μπουκιά χθεσινή

Σήμερα έφτιαξα δυο βραστά αυγά, σφιχτά . Τα έκοψα στα δυο το καθένα, τα πασπάλισα με αλάτι-πιπέρι και πρόσθεσα λίγο λάδι. Τέσσερις μπουκιές σωστές και γεμάτες . Ύστερα χωρίς κόπο, θυμήθηκα τα πρωινά που μικρή όταν ήμουν, έφτιαχνε η μάνα μου αυγά, μα ήταν πάντα μελάτα κι εγώ τα μπούκωνα και κρυφά τα έφτυνα στο καλάθι τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτα, να μην τα δει και μαλώσει τα ψέματά μου.
Όλα τα φτωχά, συνηθισμένα φαγητά μου έρχονται τώρα στο νου. Το σπανακόρυζο ας πούμε. Που άμα το πετύχεις και δεν είναι βαρύ στο λάδι του, τρώγεται. Αλλιώς όχι .Δε μπορώ να φανταστώ πως δυο μήνες καθημερινά τρώω σπανακόρυζο.Πως τίποτε άλλο δεν ζητάω εκτός από αυτό το βαρετό, νιανιά φαγητό με την ενοχλητική μυρωδιά που έχει όταν ακόμα είναι ζεστό.
Είναι από το πρωί η μέρα παρατημένη. Μου μοιάζει, της μοιάζω δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό. Ξέρω πως δεν με νοιάζει τίποτα, καμιά εξομολόγηση, καμιά λατρεία, κανένας που με πονάει ή δεν με πονάει.
Σκέφτομαι μόνο τις ανάσες σου στα μπούτια μου ανάμεσα, με τα μαλλιά ατημέλητα να στολίζουν το πρόσωπό σου και ανατριχιάζω. Να σε αφήνω να με λατρεύεις μου λες. Μου πήρε καιρό να πειστώ για την αλήθεια της φράσης σου και τελικά αφέθηκα.Μα τώρα δε χρειάζομαι κάτι από όλα αυτά τα πομπώδη. Είσαι εσύ και μου αρκείς, με καλύπτεις.
Αν ήταν οι μέρες χρωματιστές θα τις διάλεγα σε μωβ σαν βασικό χρώμα επειδή με κάνει να νιώθω ζεστασιά και μια αδιόρατη ασφάλεια. Αυτά δηλαδή που πιο πολύ μου λείπουν όταν δεν τα έχω.
Μπορεί να το συνόδευα και με λίγο πράσινο, όχι αυτό το νοσοκομειακό που βάφει τους πιο πολλούς δικούς σου τοίχους μα το πιο σκούρο, το ανακατεμένο με μαύρο που το κάνει πιο σαγηνευτικό.
Μα σε όλες αυτές τις μέρες να είσαι κι εσύ παρών για να έχουν στίγμα και μουσική και ρυθμό και κίνηση. Να είναι και τα ζεστά, συμμετρικά σου χείλια εδώ, να πιπιλάνε τον λωβό του αυτιού μου καθησυχαστικά, να μου λένε πως όλα θα πάνε καλά.
Σε δευτερόλεπτα,ξυπνάω από το λήθαργο που έφτιαξα για να με βάλω μέσα και θυμώνω για την εξάρτηση μου. Εγώ θα είμαι εγώ κι όταν εσύ δεν θα είσαι μέσα μου. Να μη σε θέλω τόσο θα μου υποσχεθώ και να σε αφαιρώ από τα πολλά τα όμορφα που μου προσθέτεις κάθε μέρα.Είμαι αχόρταγη και ανακόλουθη. Μόλις πάτησα την υπόσχεσή μου.Αυτή η ζωή που ζω μαζί σου έχει χρέος να βελτιωθεί, να συνδράμουμε κι οι δυο μας λοιπόν. Αλλά χωρίς υπερβολές, μόνο με ζήλο.
Σε τρεις μήνες θα αποσώσει κι ο έρωτας -λένε κάποιοι στους δεκαοχτώ εξατμίζεται -και τι θα μας μείνει μετά; Θα είμαστε σαν τους εραστές του Magritte να προσπαθούμε με πρόσωπα κουκουλωμένα  ασφυκτικά να αποδείξουμε πως μόνο τα δικά μας φιλιά είναι υπέροχα, αισθαντικά; Ή μπορεί και να προσπαθούμε να εφεύρουμε καινούρια.
Μα εγώ σου 'χω κάτι άλλο καλύτερο να κάνουμε. Να γνωριστούμε ξανά.Με όλες μας τις ατέλειες εκτεθειμένες στην πιο περίοπτη θέση. Να αγαπηθούμε έτσι , να γιατρευτούμε έτσι. Γιατί τίποτα πιο αληθινό δεν υπάρχει από τις εκδορές που σου έχουν αφήσει άλλοι άνθρωποι και προσπαθώ τώρα εγώ να γλείφω και να απαλύνω με το σάλιο μου.

cachée



Δεν το είπε "σαγρέ", κάπως αλλιώς το είπε η πωλήτρια. Σίγουρα όχι γυαλιστερό, κάπως ματ είναι και χειροποίητο. Όμορφο, ασημένιο δαχτυλίδι στολίζει τον δείκτη στο δεξί χέρι της Λέα. "Τα δάχτυλά σου είναι μακρυά και λεπτά, δάχτυλα πιανίστριας." Μα εκείνη πιάνο δεν έμαθε ποτέ, ούτε είχε ιδιαίτερα παράφορη σχέση με μια κιθάρα που παλιά, πριν χρόνια γρατζουνούσε. "Άρρυθμη είσαι", έτσι της είχε προσάψει ο Σπύρος, με το παχύ ,στριφογυριστό λάμδα, την διαρκή φλυαρία, που παρόλ'αυτά ήταν γλυκός.Γλυκός και αυστηρός και άστατος , όλα αυτά μαζί. 
Δεν θυμάται πολλά από εκείνα τα χρόνια στην βορειοανατολική πλευρά. Μόνο πως έκανε κρύο αφιλόξενο τους χειμώνες και άδειαζαν οι δρόμοι και τα μαγαζιά κι εκείνη με ένα κουτάκι κοκακόλα στο ένα χέρι και σταθερά αναμμένο τσιγάρο στο άλλο, έκοβε βόλτες από την Δραγούμη στη Δημοκρατίας και κατευθείαν στο φάρο, για να ξαναγυρίσει ξυλιασμένη κάποια ώρα μετά. Οι βραδιές , οι ακόμα πιο μοναχικές που χρονομετρούσε με το Again να παίζει επαναληπτικά στα αυτιά , την ώρα που χρειαζόταν για να φτάσει στο πλησιέστερο περίπτερο και να ψωνίσει καπνούς και λοιπά σύνεργα. ,ακόμα την στοιχειώνουν. Ατέλειωτες κουβέντες με τον εαυτό και σχέδια για φυγή. Κι ένα βιβλίο που χάθηκε μα δεν την φύλαξε τελικά από τη γλύκα των πραγμάτων όπως υποσχόταν ο τίτλος του. Άσχημα χρόνια, χρόνια γκρίζα. Όσο κι αν θέλει να τα ξεφορτωθεί, την έχουν γεμίσει με τζάντζαλα ψυχολογικά που κατά καιρούς επιχειρούσε να καταχωνιάσει.
Σήμερα,κάθε γωνιά στην Αθήνα την πάει πίσω σε αλλοτινούς τόπους, τρόπους, συνήθειες, ανθρώπους,καταστάσεις, τέλματα και τελικές διεξόδους.
Θυμόταν πάντα να γράφει. Σε τετράδια με τουλίπες απ'έξω κι αργότερα σε μαύρα τεφτέρια με τετραγωνισμένα φύλλα για ατίθασες σκέψεις. Αγάπησε τα moleskine κι ας μην ήταν αντάξιά της. 
Κάπου μέσα της , η Λέα ένιωθε πως πάντα μπορούσε να βρει το ταλέντο της. Ένας άνθρωπος γεννιέται με ένα ταλέντο. Σίγουρα. Το πίστευε. Και δε θα ήθελε να είναι το δικό της εφάμιλλο με το ,dying is an art, like everything else. I do it exceptionally well, της Πλαθ ,όσο κι αν τη θαύμαζε.
Δεν μπορεί να είναι ταλέντο το να ακούς, ούτε το να βλέπεις. Σίγουρα όχι το να αγγίζεις. Ταλέντο με βούλα χρειαζόταν. Μια ανακάλυψη, μια συλλογή ποιητική, ένα έργο τέχνης, ένα σονέτο, μια χορογραφία, μια συλλογή από φωτογραφίες. Ένα κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα που να αποδεικνύει την κλίση της.Θα ήταν ελέυθερη αν ζούσε μέσα στο σουρρεαλισμό του Miró ή τη ριζοσπαστική "πορνογραφία" του Κλιμτ, Θα ήταν ελεύθερη αν είχε γεννηθεί σε άλλη εποχή ίσως.
Μια αποθαρρυντική βουτιά του πέλματος στη λακούβα με τα λασπόνερα, προσγειώνει τη Λέα στο απόγευμα της ανοιξιάτικης  Πέμπτης. Σαν από ξύπνημα ζητά να νιφτεί κι αποφασίζει πως πρέπει να είναι εδώ, να προσπαθεί και να κλειδώσει επιτέλους σε ένα χάρτινο κουτί τα ονείρατά και τις αναμνήσεις της αφού η ζωή της μόνο μια φορά συμβαίνει.