Σελίδες

12 Ιούλη

Με τα μαύρα μαλλιά της ακόμα μισοβρεγμένα, σβήνει βιαστικά το άφιλτρο sante στο σταχτοδοχείο. Βάζει στην τσάντα μόνο τα απαραίτητα.
"Κλειδιά! Που είναι τα κλειδιά μου; Α! Οκ, πάνω στην πόρτα…και τα χαρτιά του αυτοκινήτου στο ντουλαπάκι μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού. Έτοιμη! - να βιαστώ , να βιαστώ και το βράδυ επιτέλους σαλπάρουμε για Ικαρία. Διακοπές!"
Η Λίνα είχε την παράξενη συνήθεια και συνάμα περίεργα γοητευτική να μιλάει στον εαυτό της φωναχτά σαν να τον είχε απέναντί της, συνομιλητή. Όποτε ήταν μόνη ήθελε έτσι να ξορκίζει τη μοναξιά της. Παρά τη βιασύνη της πρόλαβε να διαπιστώσει πως οι ηλιαχτίδες της δωδέκατης ιουλιανής μέρας ήταν ιδιαίτερα παιχνιδιάρικες και φιλικές. Τόνωσε τη χαρά της με το φως και μπήκε στο αυτοκίνητο.

Ζέστη πολλή και ο εκνευρισμός δεν άργησε να την επισκεφτεί. "Πάλι μπλοκαρισμένη η Αλεξάνδρας , γαμώτο μου!". Ανάβει τσιγάρο και βάζει το χιλιοτρυπημένο cd να παίζει. Χιλιοτρυπημένο: Μια δική της φράση για καθετί που το είχε αγαπήσει πολύ. Όπως αυτό το cd με κυρίαρχη τη σκληρή φωνή του Αγγελάκα. Επειδή της τρυπούσε την ψυχή κάθε που άκουγε το "Εδώ" και τη "Γιορτή" και την "Καινούρια ζάλη"…
Η ζωή της όλη μπροστά από τα μάτια της σε δυο στίχους. Σε δέκα νότες. "Ευτυχώς , δέκα λεπτά και θα είμαι Πλατεία Βάθη. Να κατέβω, να τελειώνω με τη δουλειά και μετά γραμμή για τα εκδοτήρια."

Χτύπησε το κινητό της. Το άκουγε να σέρνεται μέσα στην τσάντα της. Πήρε για λίγο το βλέμμα της από τον δρόμο – το βρήκε. Σήκωσε το βλέμμα της ξανά, ένα μηχανάκι πετάχτηκε μπροστά της από το πλάι. Κόβει το τιμόνι: – "Μην τον χτυπήσεις!". Το αμάξι γλιστράει. Κανένας έλεγχος. Λάστιχα στριγγλίζουν, τα φρένα δεν πιάνουν, μια τσιμεντένια κολόνα, ήχοι, χάος, ένας δυνατός κρότος και μετά απόλυτη ησυχία.
Για δυο, τρία λεπτά θολούρα και γκρίζο στα μάτια της. Ένα απόκοσμο βουητό στα αυτιά της. Μετά τίποτα.

Το ασθενοφόρο έφτασε μισή ώρα αργότερα για να την βρει μέσα σε ένα κατάλευκο λινό φόρεμα μπαλωμένο με αιμάτινες στάμπες , τυλιγμένη σε ένα αλλοπρόσαλλο -σαν μόνιμα ζωγραφισμένο- χαμόγελο.

Λαιμός κατάλευκος και μακριά μαλλιά σε ένα ακαθόριστο κόκκινο- καστανό να τον πλαισιώνουν. Δυο μάτια κάρβουνα, μαύρα, άβαφα με ρυτίδες λεπτές σαν πινελιές να στολίζουν το λεπτοκαμωμένο μουτράκι. "Ήρα με λένε". Έπινε μόνη της κάθε βράδυ στο ίδιο τραπέζι, το γωνιακό κάτω από το κολλάζ που το θέμα του -ακόμα και τώρα που τόσες φορές το έχω δει - δεν το θυμάμαι. Ήμουν δειλός πολύ για να την πλησιάσω καθώς είχα κλείσει μόλις τα 18 και οι εμπειρίες μου με γυναίκες μεγαλύτερές μου ήταν ανύπαρκτες. Τα κορίτσια στην ηλικία μου με εκνεύριζαν σε υπερβολικό βαθμό και θεωρούσα ανούσια οποιαδήποτε κουβέντα μαζί τους. Δεν ξέρω, πολλές φορές αναρωτιόμουν αν ήταν νορμάλ αυτό. Όμως ήξερα ποιος είμαι. Ώσπου μια νύχτα, πνιγμένος από το αλκοόλ και το θράσος, βρέθηκα δίπλα της έχοντας διώξει μακριά τις αναστολές της νηφαλιότητάς μου. Ήμουν τόσο κοντά στο όνειρό μου κι όμως έχανα το δικαίωμα να το αγγίξω όσο περνούσε η ώρα και γνωριζόμασταν. Καθόμουν ώρες ολόκληρες να την ακούω να μου μιλάει με μάτια βουρκωμένα , που ποτέ δεν δάκρυσαν τελικά. Η ερωτική διάθεση που μου ενέπνεε πριν παραχωρούσε σταδιακά τη θέση της στο σεβασμό, το θαυμασμό και σε μια αγάπη άλλη, καινούρια, μια αγάπη ίση. Που δεν γέρνει, δεν κουτσαίνει, δεν ακροβατεί.

Η Ήρα. Που έπινε μόνη της κάθε βράδυ, στο ίδιο μπαράκι κάτω από το ίδιο κολλάζ που δε θυμάμαι ποτέ το θέμα του. Που την είχα ερωτευτεί χωρίς να την ξέρω μα την αγάπησα μέσα σε μια νύχτα.
Ήταν δύσκολο.

Μια μέρα μου είπε πως θα φύγει:
"Το μόνο που θεωρώ δεδομένο στη ζωή μου, Νίκο, είναι πως οι άνθρωποι φεύγουν. Φεύγουν. Κι εγώ δε μπορώ. Όταν φεύγουν νιώθω πάλι και πάλι κενή. Κι αυτό το κενό μέσα μου αδυνατώ κάθε φορά να το γεμίσω."
Ήθελα να της πω πως έχει εμένα που την αγαπάω. Πως δε χρειάζεται να φύγει. Μα δεν είπα τίποτα. Σιωπή. Είναι φορές που νιώθεις πως οι λέξεις περιττεύουν μπροστά σε μια μεγάλη απόφαση.
Κι η Ήρα είχε αποφασίσει πως η ζωή της δεν της ανήκει πια. Πως μπορούσε να τη σκορπίσει σαν στάχτη πάνω από τα ποτάμια που τόσο της άρεσε να κάθεται στην όχθη τους.
Η κατάθλιψη της είχε βάση. Όλα όσα έλεγε με έκαναν να πιστεύω πως τυραννιέται. Δεν ήθελε τον οίκτο των ανθρώπων , αυτή τη μίζερη θλίψη στα μάτια τους. Αυτή την κρυφή υπεροχή και το αίσθημα ανακούφισης που ήξερε πως ένιωθαν όλοι όσοι τύχαινε να την γνωρίζουν.
Το μόνο που είχε πια ήταν η αξιοπρέπειά της. Την έβαλε σε μια βαλίτσα μαζί με τις μνήμες της και ξεκίνησε για το μοναχικό της ταξίδι.
"Όταν έχεις ζήσει κάτι πολύ δυνατό, είναι απίθανο να το ξαναζήσεις. Όλα εκείνα που ακολουθούν σου φαίνονται ίδια κι απαράλλαχτα. Μικρά πολύ. Ανάξια."

Έφυγε από τη ζωή μου τόσο αναπάντεχα, όσο αναπάντεχα είχε εισβάλει σ' αυτήν. Αλλά κάποιες φορές ο εγωισμός κάνει στην άκρη και η φυγή είναι βάλσαμο – αυτό κατάλαβα από όσα μου εκμυστηρεύτηκε. Μου στέρησε το δικαίωμα να της πω πόσο μου λείπει αλλά κέρδισε την ελευθερία της και δεν θέλω να της την περιορίσω εγώ.
Στις καρτ-ποστάλ που μου στέλνει πάντα γράφει "φιλιά" στο τέλος, και πάντα μέσα στο φάκελο βάζει καραμελίτσες ή μικροσκοπικά σπιρτόκουτα και πέταλα από λουλούδια.
Δεν ήταν ήρεμη. Όχι. Έβραζε μέσα της. Όμως με τον καιρό πίστευα πως θα ηρεμούσε. Πως κάπου θα έβρισκε στεριά..

Στα 17 της και έχοντας τελειώσει το σχολείο, ήξερε πως την ενδιέφερε όσο τίποτε άλλο η φωτογραφία. Έπιασε δουλειά και γράφτηκε σε μια ιδιωτική σχολή. Με τους γονείς της οι σχέσεις ήταν εντελώς ψυχρές. Πόσο εύκολο είναι για έναν γονιό να δεχτεί την ομοφυλοφιλία του παιδιού του και να μην την αντιμετωπίσει σαν ασθένεια;
Για τους γονείς της Ήρας ήταν ανεπίτρεπτο και ποταπό η κόρη τους να είναι ομοφυλόφιλη. Απέρριψαν το παιδί τους από φόβο.
"Τι θα πει ο κόσμος; Πως θα αντικρύσουμε τους συναδέλφους μας στα μάτια; Γιατί σε μας;" και άλλα τέτοια φληναφήματα ,που ίσως να αποδεικνύουν ότι ακόμα κι αυτή η γονεϊκή αγάπη λυγίζει κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, ότι έχει όρια.
Η Ήρα ποτέ της δεν ήταν παραπονιάρικο παιδί. Είχε έναν τρόπο απλό να αντιμετωπίζει τα πράγματα, να τα δέχεται σαν φυσικά και αναμενόμενα.
Έτσι και τώρα, εξόριστη από το σπίτι της , σαν πρόσφυγας μέσα στις ζωές των άλλων, δούλευε υπομονετικά και φωτογράφιζε - φωτογράφιζε για να πιάσει τις στιγμές που εξατμίζονται όπως οι σταγόνες του νερού σε μια ζεστή μέρα του Ιούλη.
Μια μέρα μονότονη όπως όλες οι άλλες, που μύριζε κούραση και χθεσινομαγειρεμένο φαγητό γράπωσε τη φωτογραφική και βγήκε στο δρόμο. Δεν είχε πλάνο. Θα ακολουθούσε τα δρομάκια στην Πλάκα κι όπου την έβγαζε.
Επίδοξα μοντέλα τα τρυφερά αδέσποτα που την έπαιρναν στο κατόπι, τα διαζώματα στα τέλεια από άποψη αισθητικής σπίτια (ένα τέτοιο σπίτι ήθελε για τον εαυτό της, από τα παλιά αρχοντικά της Πλάκας να βλέπει σε παράθυρο με γέμισμα την Ακρόπολη), τα ποτισμένα υπνηλία μάτια του ζωγράφου που προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τους καμβάδες του.

Στοπ. Τα ίδια και τα ίδια. Απαράλλαχτα. Κλείνει τη φωτογραφική και αποφασίζει πως θα καθίσει για έναν ελληνικό, στο μικρό καφέ που πήγαινε τον τελευταίο χρόνο μόνη της. Στη "Μελίνα" είναι σαν βρίσκεσαι σε ναό λατρείας της Μερκούρη. Με τόσες φωτογραφίες της ηθοποιού με τα μελαγχολικά μάτια, της γυναίκας με το απίστευτο πνεύμα που "γεννήθηκε Ελληνίδα και πέθανε Ελληνίδα" . Άρωμα μιας άλλης εποχής με τα μαρμάρινα τραπεζάκια και τα μπρούτζινα διακοσμητικά να συμπληρώνουν λιτά την εικόνα μιας εναρμονισμένης με τη διάθεση της Ήρας , μελωδίας.
- Έναν ελληνικό διπλό ,παρακαλώ. Μέτριο. Αλλά στο μπρίκι, με ξέρετε πια..
- Έγινε κορίτσι!
- Α! Και να σας πληρώσω, να μη σας ψάχνω αργότερα.
- (χαμόγελο σκάει ο πιτσιρικάς) Αχ! αυτά τα μάτια σου! Κερασμένος ο καφές από εμένα.
- Ευχαριστώ..

Ανάβει τσιγάρο, περιμένοντας τον καφέ της. Ένα μεταβαλλόμενο άγχος κάνει διαδρομές κάτω από το δέρμα της. Δεν μπορεί να το τιθασεύσει. Ψάχνει να ξεφύγει η ματιά της..
Και προσγειώνεται σε ένα ζευγάρι χέρια με μακριά λεπτεπίλεπτα δάχτυλα, φτιαγμένα για να σμιλεύουν νότες.

Η Λίνα. Μαλλιά μαύρα, μάτια μελιά κι μια μικρή λευκή ουλή στο αριστερό φρύδι. Δυο χρόνια μεγαλύτερη από την Ήρα , σπούδαζε διακόσμηση κι έπαιζε πιάνο από κοριτσάκι. Η μάνα της Γαλλίδα , ο πατέρας Έλληνας. Ερωτεύτηκαν και ήρθαν να μείνουν στην Ελλάδα. Σχεδόν όλα τα καλοκαίρια όμως επέστρεφαν στη Lyon τη γενέτειρα της Αμαλί και περνούσαν τις διακοπές με αγαπημένους συγγενείς.Η Ήρα απορούσε με τον εαυτό της για τον αυθορμητισμό που την διαπέρασε και την παρότρυνε να ζητήσει από τη Λίνα να πιουν τον καφέ τους μαζί εκείνη τη μέρα."Γεια.. μπορώ να καθίσω;" "...αμέ" , χαμογελάνε τα μελιά μάτια
"Ευχαριστώ..."

Διστακτικά στην αρχή, μα με γέλια και πιο σοβαρή συζήτηση αργότερα, οι δυο κοπέλες ανακαλύπτουν πως έχουν πολλά κοινά. Το ξημέρωμα τις βρήκε σε ένα παγκάκι κάτω από την Ακρόπολη λες κι εκεί ήταν από πάντα.
Δεν χρειάζονται λόγια πολλά για να εκφράσεις αυτό που έχεις μέσα σου. Είναι που τα μάτια λένε πάντα την αλήθεια όσο επιμελώς κι αν θες να την κρύψεις. Έγιναν αχώριστες. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια μαζί ήδη. Και η υποστήριξη από την πλευρά των γονιών της Λίνας αμέριστη.Τα κορίτσια έκαναν σχέδια για το μέλλον...Βρήκαν σπίτι, ένα κουκλίστικο σπίτι με κήπο.Οι δουλειές τους ήταν συναφείς. Η Ήρα ετοίμαζε την πρώτη της έκθεση φωτογραφίας με θέμα "ανθρώπινα πρόσωπα" και η Λίνα διακοσμούσε πλέον μεγάλους χώρους για δεξιώσεις καθώς και σπίτια...Το γούστο και η λιτή αισθητική αντίληψη της είχαν μεγάλη απήχηση.Ήταν ευτυχισμένες και η σχέση τους χωρίς γκρίνιες και γκρίζα σύννεφα κυλούσε αρμονικά. Είχαν βρει η μία στην άλλη τα κομμάτια που μέχρι τώρα έλλειπαν στις ζωές τους.

*Ευχαριστώ τον 2Σx2 για την υπομονή, τις ιδέες και τις αντιδραστικές πινελιές που πρόσθεσε στην ιστορία ΜΟΥ.