Σελίδες

(f)lux


Στο Ιπποκράτειο θυμάμαι που κρατούσα το κεφάλι του πάνω στα γόνατα μου. Τώρα σκεφτήκατε μια σκηνή ρομαντική σε ένα παγκάκι, μουσική να παίζει και ζευγαράκι. Μα δεν ήταν έτσι, δεν ήταν καθόλου έτσι. Παίζαμε ρόλους σε μια σύγχρονη τραγωδία από αυτές που κάνουν την κοινή γνώμη να αναρωτιέται. 


Κρατούσα το κεφάλι που ήταν ακόμα ενωμένο με το σώμα του, που είχε πέσει από την ταράτσα του νοσοκομείου. Θα υπήρχε ακόμα για να το κρατούσα. Με ρώταγε,πως θα μου μιλούσες, τι θα μου έλεγες• δεν θυμάμαι ούτε μισή λέξη από όσα του είπα. Αλλά θυμάμαι που κρατούσα το κεφάλι και αγωνιούσα μια προφητική αγωνία. Δεν μας ενόχλησε ποτέ κανείς και οι μόνες θεάτριες ήταν οι γάτες του νοσοκομείου που μου είχαν φανεί αμέτρητες και δυσοίωνες. 

Κάτι φάγαμε μετά , κάτι από το κυλικείο. Πόσο οικεία μου φαίνονται όλα τα κυλικεία των νοσοκομείων, τα παγκάκια σε κάθε προαύλιο, οι ίδιες συζητήσεις, τα ίδια πρόσωπα, μια μερική υποκρισία, η ανωφελής απόγνωση και η ανοίκεια θλίψη.


Μιλάω για δημόσια νοσοκομεία και για λιγότερο τραγικές καταστάσεις από αυτήν που βίωσα , με το κεφάλι το δικό μου αυτή τη φορά στα γόνατά μου λίγο καιρό αργότερα -ναι τώρα θα ξαναγίνω αυτοαναφορική -τότε που βγήκα από το σώμα μου και με παρατηρούσα σαν γάτα, ενώ η κυρία από τον Άγιο Δομήνικο μέσα στο ασανσέρ - μου το είπαν αργότερα αυτό- θαύμασε τη δύναμη μου να βγάζω τα σωληνάκια που έφραζαν τη μύτη και το λαιμό. Δεν την θυμήθηκα ποτέ για να την αντικρούσω, όμως ξέρω πως θα της έλεγα ότι δεν ήμουν εγώ αλλά η γάτα που μου εμφύσησε δύναμη.


Η ελαφρότητα της κατάστασης ήταν πραγματικά ονειρώδης και τραγική. Θυμόμουν τηλέφωνα και κωδικούς απέξω, όχι το εγώ μου, κάτι άλλο από αυτό θυμόταν. Εμμένω σε αυτήν την τραγικότητα, ώστε κάποτε να το χωνέψω πως αυτό μου συνέβη όντως, πως το αριστερό μέρος του κεφαλιού μου ήταν ξυρισμένο κόντρα σαν τον Μαγκούα στον τελευταίο των Μοϊκανών, πως ήπια ένα μπουκάλι τεκίλα μόνη μου έπειτα για να θρηνήσω μέσα σε δυο μέρες, έθαψα ένα ασθενικό περιστέρι με το τριών χρόνων πλάσμα που μόλις πριν έπνιξε ο δεκάχρονος τότε σκύλος μας, πως παρηγόρησα και καθησύχασα έναν γιατρό και δυο αξιολάτρευτες ειδικευόμενες που με κοιτούσαν σαν να έβλεπαν άνθρωπο με ξυρισμένο το μισό του κεφάλι για πρώτη φορά. 


Το ξέρω πως είχαν εστιάσει εκεί, αφού επίτηδες δεν το έκρυψα για να αποσπάσω τη θλίψη και τον οίκτο τους, άλλωστε δεν ήξεραν πως είναι να φιλοξενείς ένα λάστιχο με νερό που σου ξεπλένει το στομάχι. Και ο οίκτος είναι  μια τόσο κακόσημη συμπόνοια που δεν την εύχομαι πουθενά.