στάχυα, φραγκόσυκα, αθάνατοι
αλαφροπατάει ανάμεσα
τζίτζικες και σκοτεινά τριζόνια
ο πιο βαθύς ουρανός
οι κήποι μιας παιδικότητας
ο κόσμος μου ανάμεσα
-ανάσα ανάμεσα-
μια βάρκα με όνομα την ανατολή
ανάμνηση
η φωτιά τριζοβολούσε
το άγχος διοχετευόταν στα γραπτά του μέλλοντος
οι βούλες του ασπρόμαυρου σκύλου
κι ανάμεσα
τα κουκούτσια των καρπουζιών·
σαν παύσεις ικανές να γεμίζουν,
να θρέφουν,όπως
ο κάθε Αύγουστος
Ο τόπος μου
έχει θάλασσα ως μη νησί,
ξαστεριά χωρίς όπλα
ο δικός μου τόπος είναι τα δεκαέξι στρέμματα
τα έφηβα παλάτια που
ανθίζουν μέσα του
ενα μέρος να μπορώ
να γαληνεύω