Σελίδες

ημέρα εικοστή έκτη· καταχώρηση δεύτερη

Αν η μοναξιά είναι το βρόχινο νερό που μαζί με σκόνες, χορταράκια, λογιών λογιών σκουπίδια και ανθρώπινα ή ζωικά απόβλητα ξεπλένει τους δρόμους, τα στενά και τις λεωφόρους των Αθηνών τότε ο όγκος της είναι αδιαχείριστος. Ειδικά αυτές τις μέρες που ο χρόνος περνάει σαν κόκκος άμμου ή αλατιού από την οπή της κλεψύδρας και όσοι σχεδόν οικείοι ασημαντολογούν και επαναλαμβάνουν πως "όλα καλά θα πάνε" , ενώ την ίδια στιγμή μέσα τους δεν μπορούν να διαχειριστούν "το κακό που μας βρήκε. Ειδικά, λοιπόν, αυτές τις μέρες έχω βρει χώρο για αποκαθήλωση ανθρώπων και ιδεών. Οι άνθρωποι που μου λείπουν-με τη φυσική τους υπόσταση-είναι διαρκώς μέσα μου και ένα μήνυμα μακρυά· οι υπόλοιποι είναι απλώς απόντες, όπως θα είναι πάντοτε εφεξής.
Η αντανάκλασή μου σε κάθε λεία επιφάνεια μού επιστρέφει φως, οι λευκές σελίδες γεμίζουν στίχους, βλέπω την τρυφερότητά και την απαλότητα στα πράγματα κι αυτό έχει μια δόση ανακούφισης. Η ζωή και η τρυφερότητα είναι ξαφνικά δύο όψεις αξεχώριστες· το σημείο μηδέν που μας καθιστά σκληροτράχηλους και πομπώδεις δεν υπάρχει, αφού είμαστε μαλακοί και αφράτοι σαν βαμβάκι, σαν χιόνι. Η επιστροφή στην παιδικότητα είναι η λύση για να πρασινίσει και να ανθίσει ο κόσμος, μπορούμε άλλωστε να βλέπουμε με ένα μάτι ή με καθόλου.
Υπάρχουν, ωστόσο, μέρες ή στιγμές μέσα στις μέρες που νιώθω μια περίκλειστη σιωπή η οποία δεν μετουσιώνεται σε τίποτα υποφερτό. Τότε οι λέξεις κυλούν ευκολότερα και με κυκλώνουν περιμένοντας να τις διαλέξω. Προσδοκώ έναν ήλιο ζεστό κι ένα πράσινο λιβάδι να ακουμπήσω. Αργεί.