Σελίδες

·Λουίζα Ι·

Δεν θυμάμαι ποια μέρα πήραμε το καραβάκι για Σαλαμίνα. Θυμάμαι που ο αέρας ήταν τόσο μανιασμένος που ήθελα να ξύσω τα μάγουλά μου συντόνως μέχρι να μοιάσουν με ποδοπατημένες παπαρούνες. Τι είναι ο άνεμος, με ρωτά ο διακριτικός μου συνοδοιπόρος.Μα τί άλλο πέρα από τις τύψεις μας που κρύβουμε επιμελώς και ίσως  και τα όνειρα που τριγυρίζουν επαιτώντας. Πάραυτα, η λύσσα και η τυραννία του ανακουφίζουν, ώσπου να έρθει η στιγμή της συνειδητοποίησης. Κι αυτή έρχεται καθώς βλέπουμε στον ορίζοντα την Ψυττάλεια, καθώς φαντάζομαι τον μοναχικό, χορταριασμένο τάφο της Λουίζας ενώ με διακατέχει η θλίψη που δεν μπορώ να τον συναντήσω και ο φθόνος για την τύχη του να ταφεί εκεί. Η Λουίζα είναι μια μικρή πρίγκιπας, αυτάρκης, στο δικό της νησί, με τα ρόδα της πολύτιμης μοναξιάς να την συντροφεύουν, τόσο μακρυά από τη ζωή όσο να τη μνημονεύουμε και τόσο κοντά όσο να μην την ενοχλεί κανείς με εγωτιστικές απαιτήσεις.
Τα βράδια δραπετεύει από το νωτισμένο σπίτι της και με επιμέλεια σκάβει το τσιμέντο που κατατρώει το νησί. Σκοπός είναι μια Ψυττάλεια ανθισμένη κι ένας (κάπως πιο ματαιόδοξο αυτό) πλακοστρωμένος δρόμος ως τον τάφο της. Τα χεράκια της σκάβουν και σκάβουν σαν να μην συναντούν καμιά δυσκολία, σαν εκσκαφέας ιστορίας και η αλήθεια είναι πως κάθε τόσο θυμάται κι από κάτι που την αναγκάζει να σταματήσει.