Σελίδες

[χρόνια μετράω, χρόνια μετράω]


Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα. Εσύ είχες πεθάνει μόλις έναν μήνα και κάτι μέρες.Πήρες τη θέση σου ανάμεσα στις φανταστικές απουσίες μου και δεν σταμάτησα να σου απευθύνομαι από τότε. Η θλίψη εντοιχίστηκε στον θώρακα - μιλάμε για μόνιμη βλάβη. Ο χρόνος περνάει απαρηγόρητα κι εγώ φοράω μαύρα για σχεδόν οκτώ χρόνια.
Θα θυμάμαι σαν νύξη θνητότητας εκείνον τον στραμπουληγμένο αστράγαλο. Σαν να 'ταν χθες λοιπόν, αντικρύζω τον Κύριο που μασουλούσε τις τηγανιτές του πατάτες, με κοιτούσε και γελούσε σαν να του καθάριζαν αυγά.Κοιτούσε την κατάμαυρη θλίψη μου, το αδιανόητο πένθος και γελούσε.Κάθισα έξω από το πεζούλι και έκλαψα για τον μπλε μου αστράγαλο.
Ύστερα έσυρα τη βαλίτσα μέχρι τον 5ο.Μόνη.Δεν θυμάμαι πολλά άλλα. Παρά μόνο αυτήν την μοναξιά των ημερών. Με έπνιξε και κοιμήθηκα βαθιά για χρόνια ,χωρίς να μπορώ να ξεχάσω τίποτα- τα παραθέτω εδώ σε άτακτη σειρά: τα κουφέτα στο πιάτο, τον καφέ πικρό, το αγγελτήριο με το όνομα σου επάνω, τον επικήδειο πάνω στο τσιγαρόχαρτο, τα τελευταία σου δάκρυα, τις γάζες στα μάτια,τα ράμματα στο κρανίο, τα μαντηλάκια dettol στην είσοδο της ΜΕΘ,το κουστούμι που ποτέ δεν φόρεσες στην πραγματικότητα εσύ, "να μας θυμάσαι", την απελπισμένη ελπίδα της μάνας σου,τον κύκλο (μας) από φως που έσβησε στον Άδη, "όπως σε θυμόμαστε κι εμείς".
Αποφάσισα επί τόπου πως η Παναγιά κοιμήθηκε οριστικά και για μένα.Δεν χρειάστηκαν άλλες προσευχές από τότε.