Σελίδες

συγγενής η θλίψη



δεν έγινε βιαστικά,την προετοίμαζε καιρό

το χιούμορ χάραζε το μισό του πρόσωπο
το υπόλοιπο το διέτρεχε μια γαλήνη ανυπόκριτη
σαν μάσκα κλόουν ένα αγκίστρι τραβούσε
το στόμα προς τα κάτω

παραμορφωμένος και γελούσε που
δεν την καλοδέχτηκε κανείς
για όσο φορέθηκε τη μάσκα
συμπλήρωσε τα εξήντα και
έφυγε μέσα στον ύπνο του
σαν ανέκδοτο

ο αποχαιρετισμός ήταν κλαυσίγελος
-οι καθρέφτες καλυμμένοι με λευκά πανιά,
το σπίτι να μυρίζει λιβάνι, ίσως δυόσμο-
ανάμεικτος με ντροπή και ειλικρίνεια.