Σελίδες

#παλιά καταχώρηση

Τα πιο πικρά τσιγάρα είναι τα άσσος φίλτρο τα κόκκινα. Σ' εκείνα τα δήθεν κυριλέ μπαράκια της παραλιακής, που κάθε καλοκαίρι γινόταν ο κακός χαμός από μπαϊλντισμένους και καψούρηδες, από φοιτητές εν εξάλλω μετά το πέρας της εξεταστικής, ντυνόμουν, βαφόμουν και πήγαινα. Έπινα τζιν τόνικ ή κάποιο άγνωστο απεριτίφ. Δεν είχα στυλ ή πόζα, ούτε σουτιέν μέσα από τη μπλούζα, μόνο στητά μικρά βυζιά, ψιλή φωνή και φουντωτά μαλλιά. Όσα μου αναγνώρισες σαν ομορφιά, μια μέρα σχεδόν δύο χρόνια αργότερα τα πήρες όλα πίσω όταν αποφάσισες πως δεν σου αρκούσαν. Όλα τα τρελά ξενύχτια μας, οι νύχτες που διαβάζαμε, περπατούσαμε, χορεύαμε ή απλώς οι στιγμές που γελούσαμε και κοιμόμαστε μαζί. Δυστυχώς σε κανένα τούνελ δεν συναντήθηκαν οι ξέφρενες μιλκυμιλκυγουέι πορείες μας. Σαν τα μάτια σου που κάποτε, κάποτε τείναν να αλληθωρίζουν τόσο γλυκά και άτσαλα. Μια μέρα σου ξεφούρνισα τον στίχο του Ρεμπώ για την ομορφιά, με κοίταξες κι αθόρυβα τόσο, όσο ηχηρά μπήκες στη ζωή μου και απομακρύνθηκες σαν ο δειλός που ήσουν κι εγώ αδυνατούσα να δω.
Κάπνισα το τελευταίο μου πακέτο άσσο φίλτρο και το σιχάθηκα, σε σιχάθηκα για την αδυναμία σου. Η σχέση μας είχε μικρό προσδόκιμο από το πρώτο σάλιο που ανταλλάξαμε κάτω από μια βόρεια βροχή λες και είμασταν οι πρωταγωνιστές σε εκείνη την γαλλική ταινία που στο τέλος θάβονται στο μπετόν.
Όλο αν νιώθω με ρωτούσες. "Νιώθεις;" Και όταν σου απαντούσα "όχι", με κατεβασμένο κεφάλι μου πέταγες κατάμουτρα τρεις λέξεις: "άνιοστο, ε άνιοστο". Ο πάτος του καθενός διαφέρει και μετριέται με δεδομένα την αντοχή και τη φωνή μέσα στο κεφάλι του·για εμένα και τα δυο δεδομένα βρίσκονταν σε στάθμη κοντά στον πυθμένα μιας βαθιάς λίμνης. Γύρω γύρω σκοτάδι, μια απαλή λεπτόρευστη άμμος, βουρκόψαρα με μουστάκια να τρέφονται από τις εκδορές μου. Η τρέλα σου θα μας σκότωνε και τους δύο αν ήμουν επιρρεπής. Κι άλλωστε ήταν ηλίου φαεινότερο πως κανένας μας δεν είχε κάτι σοβαρό κι ανώτερο να χάσει. Για ένα διάστημα ζούσα απούσα από τη βοή που υπήρχε γύρω μου, τα επιτιμητικά σου βλέμματα, τη μεταμέλειά σου και την ψευδή ειλικρίνεια.
 Πολλά μηνύματα για να μην σε αφήνω,πολλά στιχάκια,πολλά σχέδια κι όμως ο έρωτας ήταν θολό τοπίο για εσένα. Ο κόσμος μου ήταν καταχωρισμένος σε 113 τραγούδια στο mp3 και τα ρούχα μου ήταν μαύρα πουλόβερ και παντελόνια. Χρειάστηκαν μερικά κοψίματα με μαχαίρι ,μια λεκάνη γεμάτη κρύο νερό στο κεφάλι και λέξεις που με φόρτωσαν με αδικαιολόγητο βάρος και έλλειμμα σε αυτοπεποίθηση για να καταλάβω πως αξίζω περισσότερα από το λίγο που καταδεχόσουν να μου δίνεις κάθε φορά και φυσικά πως ο μικρός ναρκισσισμός σου ήταν η συνήθης αιτία γι'αυτήν σου τη συμπεριφορά. Την εκδίκησή μου την πήρα κάποια χρόνια αργότερα όταν προσπάθησες να βάλεις τη γλώσσα σου στο στόμα μου κι εγώ δεν σου την έκοψα , απλά τραβήχτηκα μακρυά από τον πόθο σου για παιχνίδι κι έτσι σαν να πάγωσες, να παραξενεύτηκες που δεν έπιασε πάλι το κόλπο σου. Σαν ξαφνικά να συνειδητοποίησες πως ο άνθρωπος που είχες μπροστά σου κι άλλοτε πλάι σου, δεν ήταν μια μαριονέτα. 
Δεν σε ξαναείδα από τότε κι άμα σε θυμάμαι είναι για τις μικρές όμορφες στιγμές που μπόρεσα να μετουσιώσω σε κάτι πολύτιμο. Ό, τι κάνω δηλαδή, από τότε με όλα τα ατυχή συμβάντα στη ζωή μου.