Σελίδες

Τσόφλι


Σου κράτησα κακία άφθονη 
που δεν πρόσεξες και 
το τετράχρονο χέρι έγινε μωβ, 
νερό καυτό με τσόφλια 
στόλισαν το δεξί 
με μεγάλες ζουμερές χαλκοκίτρινες φουσκάλες. 
Με περισσή φροντίδα το δέσε ο γιατρός 
που τύχαινε μπαμπάς, μπαμπάς μου
 κι εγώ σ' έδειχνα με το δάχτυλο . 
Ένιωσες άσχημη, ανεπαρκής κ ηττημένη · 
στόχος επετεύχθη. 
Εγώ, φωτογραφία με λουλουδάκι στο επιδεμένο δεξί- 
υπερβάλλων ο πόνος πάντα καλαίσθητα- 
εσύ την έβγαλες. Κι αν όχι, εσύ την φύλαξες. 
Τώρα που δειλά ίχνηλατώ στο δρόμο σου, 
τρέμω και κροταλίζω δόντια 
μην τύχει και γέννησω 
ένα τέρας που θα με μισεί,
μαμά μου.