Σελίδες

"verra la morte e avra i tuoi occhi"



Θυμήθηκα εκείνον το σικελό τον μαυριδερό με τη σιγανή αντρική φωνή και τα διαπεραστικά σαν κουμπιά, μαύρα του μάτια.Luca τον λέγανε και αργότερα μου έστελνε τον έρωτά του να τον διαβάσω σε μια οθόνη.Με είχε δει να κλαίω σπαραχτικά εκεί ψηλά στον προφήτη Ηλία που είχαμε πιάτο όλη την Αθήνα και έμοιαζε η ησυχία να έχει επιβλήθεί απ’τους θεούς.Είχαμε πιει λιμοντσέλο σε πλαστικά ποτηράκια σαν απ'αυτά που βάζουν τα χάπια στα νοσοκομεία και μπουκώνουν τους αρρώστους.Το είχε κουβαλήσει ο αδερφός σου από την Περούτζια, ήταν πράσινο και δυνατό.Με βάρεσε κατευθείαν εκεί που πονούσα καιρό πολύ-ένα χρόνο κι ένα μήνα λειψό, τότε. Καθόμασταν οι δυο μας στα σκαλοπάτια τ'ασπρισμένα μπροστά απ΄το ξωκλήσι και κλαίγαμε για 'σένα που αποφάσισες να φύγεις πιο νωρίς. Μας έλειπες .Κι ο Μάικο μου άνοιγε την καρδιά του σαν να με είχε αδερφή του στη θέση τη δικιά σου. Μα πόσο χαζό και αφελές είναι να πιστεύω πως είσαι κι εσύ σ’έναν παράδεισο φτιαχτό με χρώματα; Σαν παιδί που του τάζουν λουκούμια ενώ είναι το κουτί τους άδειο. Το κορμί σου δεν πάλλεται πια, μα εγώ το θυμάμαι καλύτερα από τον καθένα. Κι έμαθα να μη μου λείπει αφού είσαι μέσα μου ότι κι αν γίνει. Όπως είσαι και μέσα στον αδερφό σου και στη Μανού και στη μάνα και τον πατέρα σου.Έτσι συμβαίνει με τα κομμάτια ολονών που χάνονται. Κάπως πρέπει να ζουν κι αυτοί . Μα να σου πω; Θα’θελα να ζούσες στ’αλήθεια. Να μάθαινα νέα σου και να μου ‘στέλνες τραγούδια σου και ανέκδοτά σου. Να παίζατε με τους Σεισάχθεια που δια-λήθη-καν  - σαν να σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους μαζί με τις στάχτες σου. Να ερχόμουν να ψωνίζω τα lonarid και τ'αντηλιακά μου απ’το φαρμακείο σου,  και να μου ΄δινες συμβουλές μαζί με τα κρύα αστεία που θα μου ξεφούρνιζες. Θα σου γνώριζα και τον άνθρωπό μου, θα σου έλεγα πόσο τον αγαπάω. Θα τον συμπαθούσες κι εσύ με γνήσιο τρόπο, όπως ήξερες να εκτιμάς τους ανθρώπους,αφού θα ταίριαζαν τα χνώτα σας. Θα ήταν η μοναδική φορά που θα μου το επέτρεπα να γνωρίσω έναν πρώην σύντροφο στον άντρα μου. Θα βγαίναμε για ποτά ,όλοι μαζί και με τον πατέρα σου που τον θαύμαζες τόσο και μαζί μ’εσένα κι εγώ.
Ο χρόνος γλείφει και λειαίνει όπως η θάλασσα τα βότσαλα.Κλισέ λέω τώρα και με νευριάζω, μα είναι η αλήθεια αυτή.Γιατί άμα δεν ήταν ούτε γω θα 'μουν τώρα εδώ έτσι που είχα καταντήσει σακάτης. Κι έτσι για μας δεν πονάω πια.Πάνε πέντε χρόνια τώρα. Μόνο για εσένα, που είναι άδικο να μην τη ζεις αυτή τη ρημαδιασμένη τη ζωή σου, καταριέμαι λιγάκι τα θεία. Κι ύστερα, εικοσιτρία χρόνια ποτέ δεν είναι αρκετά για να πεθαίνεις.